Έχει το φως κόκαλα;
Και τι σημασία έχει ή δεν έχει αυτό στη ζωή μας;
Τι συμβαίνει όταν η ζωή ενός άνδρα δένεται άρρηκτα με την εξιδανικευμένη μορφή μιας γυναίκας;
Επαναλαμβανόμενοι, αδιέξοδοι, κυλιόμενοι τοπικά και χρονικά κύκλοι οδηγούν τον ήρωα της ιστορίας στη λύτρωση, όχι με τη διαφυγή του από αυτούς – πράξη ανέφικτη –, αλλά με το αργό ξεδίπλωμα του φαντασιακού του κόσμου στο αναλλοίωτο, φαινομενικά μεταβλητό έδαφός τους και με την οριακή, πύρρεια νίκη της συνείδησης πάνω στην άλογη δύναμη του ενστίκτου.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Το βιβλίο στην ιστοσελίδα του Κέδρου
Και μερικά αποσπάσματα:
...Σε βλέπω να μου χαμογελάς καλοσυνάτα και θέλω να γράψω για Σένα, για Σένα, Πρόλογε της μοναξιάς μου, Θύρα της ποίησης, Προσκέφαλο της γνώσης, Άφθαρτη ουσία της φθαρτής ύπαρξης, Συγκλονιστική μου εμπειρία, Κόρη 679 της Ακρόπολης! Για Σένα, Αρχή της μεγάλης μου αποτυχίας που δεν ήταν καθόλου μεγάλη, μα τόσο δα μικρή, όπως η σημασία της ζωής μου, της ασήμαντης ζωής μου, της εντελώς ασήμαντης. Για Σένα. Για Σένα θα γράψω αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα που θα είναι αντάξιο της μεγαλοσύνης Σου...
...Το καλοκαίρι κείνης της χρονιάς τα πόδια μας είχαν γίνει ρόδες, τα χέρια μας τιμόνια, το δεξί γκάζωνε, και τα δυο μαζί φρενάριζαν, το μυαλό μας μετρούσε χιλιόμετρα, ο πισινός μας είχε σχήμα σέλας, το στόμα μας κορνάριζε...
...Και μόνο μετά από πολλούς κύκλους έρωτα, σαν άγονος βράχος γύρω από τον λαμπερό πλανήτη Λίνα, καταπιάστηκα να ψάχνω τη λύτρωση σε περαστικούς απ’ την τροχιά μου κομήτες, γυρεύοντας με αγωνία τη δαντελένια μεσούλα που θα πλεκόταν στην κουρελού της υπομονής μου αντικαθιστώντας τα ξέφτια της, τα λεπτά ποδαράκια που σαν χελιδονοουρές θα πετούσαν αντί να περπατούν, τα μικροσκοπικά στηθάκια που θα ορθώνονταν σαν κυκλαδίτικοι καρποί, τα καστανόμαυρα, ολόισια, απαλά μαλλιά που θα ανέμιζαν σαν μεταξένια σεντόνια απλωμένα στον άνεμο για να στεγνώσουν, τα τριανταφυλλένια χείλη που η ανάσα τους θα αρωμάτιζε και θα αιχμαλώτιζε κάθε πτυχή των εγκεφαλικών μου κυττάρων, τα επιβλητικά ζυγωματικά που θα σκίαζαν τα μάγουλα, το ένα σαν το Γιβραλτάρ, το άλλο σαν την Ανάφη, το φωτεινό μέτωπο που θα με φώτιζε σαν φλόγα σιδερά όταν πλάθει το σίδερο, τα λακκάκια, δυο σκοτεινά πηγάδια με κρυστάλλινο νερό που θα με δρόσιζαν, τη μύτη που θα ήταν λυγερή οροσειρά πέρα από την οποία θα καθρεφτιζόταν η αντεστραμμένη μισή τελειότητα του προσώπου σου, για να φτιαχτεί ένα ολοκληρωμένο πρόσωπο που θα είχε το ύψος των βουνών και τη μετρημένη άπλα των νησιωτικών πεδιάδων, ανακαλύπτοντας πότε το ένα σου χαρακτηριστικό στη μία κοπέλα, πότε το άλλο στην άλλη, πότε δύο ή τρία μαζεμένα σε μία, που την αγκάλιαζα σαν εύθραυστο βάζο με πολύτιμα έλαια, κλείνοντας ραντεβού μαζί της ξανά και ξανά, νιώθοντας την ανυπόκριτη συμπάθειά της στον ευγενικό πελάτη σαν μακρινή ακτίνα της αγάπης σου, μέχρι που χανόταν απ’ την πιάτσα – είναι ένα ευκαιριακό επάγγελμα – κι απογοητευμένος για την απώλειά της έψαχνα για την επόμενη, με ανανεωμένη την προσδοκία πως η καινούργια θα σου έμοιαζε περισσότερο απ’ όλες, ξεπερνώντας με τα χρόνια τις εκατό, από ένα έως περίπου σαράντα ραντεβού με την καθεμιά, ανάλογα τον βαθμό ομοιότητας, έχοντας βουλιάξει στις απάνεμες λίμνες των ματιών σου η ελπίδα μου ότι θα αντάμωνα κάποια που τα μάτια της θα αντανακλούσαν έστω ελάχιστα το βάθος των δικών σου, τι βάσανο αλήθεια τα μάτια σου, τι απογοήτευση να μην τα βρίσκω πουθενά, να μην σε βρίσκω πουθενά και να συνεχίζω το ψάξιμο γνωρίζοντας ότι δεν θα σε βρω πουθενά, ότι σε έχω χάσει για πάντα...
...Κι έπρεπε να δω, Λίνα μου, τη φωτογραφία σου, τη θολή φωτογραφία σου με το ονειροπόλο βλέμμα και με το κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι, για να νιώσω τη μεγάλη θέληση να αλλάξω, να γίνω πολύ ανώτερος από αυτό που ήμουν. Κι άρχισε επίσημα ο μεγάλος πόλεμος για να φανώ αντάξιος της τελειότητάς σου. Ήθελα να ελέγχω την προφορά της κάθε φράσης που θα έβγαινε απ’ το στόμα μου, τον τρόπο που θα περπατούσα, τον τρόπο που θα καθόμουν, ήθελα να ελέγχω τις σκέψεις μου από τη στιγμή της γέννας τους, γυμνές ακόμα από λέξεις, για να αφήνω όσες μου άρεσαν να ντυθούν τα γράμματα του αλφάβητου και να σκοτώνω δίχως λύπηση τις άλλες. Έσφιγγα δυνατά τις γροθιές μου. Βιαζόμουν να προλάβω. Να σε προλάβω. Και μέχρι σήμερα τις σφίγγω με την ασίγαστη θέληση να είμαι αντάξιός σου, κι ας είσαι μακριά μου, πολύ μακριά μου, κι ας μην έχω πια ελπίδα να κερδίσω την καρδιά σου. Συχώρα με, Λινάκι μου, για τα τόσα λίγα που κατάφερα...
...Έλεγα: «Είμαι ευτυχισμένος. Μου φτάνει να τη βλέπω, να ακούω τη φωνή της, το τραγουδιστό γέλιο της». Δεν ήξερα. Δεν ήξερα τον πόνο που είναι ικανή να προκαλέσει μια αγαπημένη παρουσία όταν δεν μπορείς να τη σφιχταγκαλιάσεις. Τον πόνο που ενδεχομένως να σπείρει και να καλλιεργήσει την επιθυμία να φύγεις μακριά από την αγαπημένη παρουσία που επιθυμείς να είσαι κοντά της, όσο γίνεται πιο κοντά της. Να φύγεις μακριά γιατί δεν αντέχεις να είσαι κοντά, αλλά όχι πολύ κοντά, ακριβώς σε μια απόσταση που σου επιτρέπει να βλέπεις και να ακούς αλλά να μην αγγίζεις, να μυρίζεις αλλά να μη γεύεσαι, να αγαπάς αλλά να μην αγαπιέσαι...
...Κι όσο περίμενα σκεφτόμουν: Την είδα με τη νυχτικιά της. Είδα τη Λίνα μου με τη νυχτικιά της. Τα μάτια μου ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες ενός θεάματος συγκλονιστικού, που με τοποθετούσε σε πολύ πιο περίοπτη θέση από τους υπόλοιπους φίλους και γνωστούς σου, γιατί πόσοι φίλοι και πόσοι γνωστοί θα σε είχαν δει με νυχτικιά; Και ήμουν σίγουρος ότι την εικόνα σου στην μπαλκονόπορτα θα τη φύλαγα ολοζώντανη στη μνήμη για πάντα...
...Μέχρι που ήρθε η πρώτη, ύστερα η δεύτερη, ύστερα η τρίτη, η τέταρτη, στη συντριπτική πλειοψηφία τους κορίτσια του ερωτικού μεροκάματου, αυτές μου άρεσαν, αυτές ένιωθα να με νιώθουν, στερημένες τον έρωτα εξαιτίας της υπερβολικής τους έκθεσης στον έρωτα, όπως κι εγώ τον είχα στερηθεί εξαιτίας του έρωτά μου για σένα…
...Έρχονταν στη θύμησή μου, θρυμματισμένες, σκηνές από τα πρώιμα στάδια της φιλίας μας, όταν συλλάβιζα στα υγρά μάτια σου τις λέξεις φιλία και συμπάθεια που τρεμόπαιζαν αχνές σε μια θάλασσα παραστάσεων, όταν σε έπαιρνα με το αυτοκίνητο από το σπίτι σου και εισέπνεα με βαθιές ανάσες το νεανικό άρωμα του κορμιού σου, όταν ακτινογραφούσα στον καθρέφτη το χαρισματικό προσωπάκι σου, με τα δυο του λακκάκια σκούρα ισοζυγιάσματα της λάμψης του. Ξαφνικά σε είδα ολοζώντανη μες το σκοτάδι να μου λες ένα απ’ τα αγαπημένα σου αστεία: «Το πιο πάρα πολύ ομορφοτερότερο νησί είναι η Κρήτη... Το πιο πάρα πολύ υπερνοστιμότερο φαγητό είναι τα μακαρόνια...» Λέγαμε τέτοια και γελούσαμε. Χαμογέλασα. Το κάθε τι πάνω της είναι φτιαγμένο για να το λατρεύω, συλλογίστηκα. Ύστερα επανήλθε το κενό μεγαλύτερο, σαν το κρύο που αισθανόμαστε έπειτα από μια παροδική αίσθηση ζεστασιάς...
...Πώς, αλήθεια, να μη με πετύχαινες στον δρόμο; Περνούσα κάθε μέρα από κει που περνούσες, προσπερνούσα κάθε μέρα τη διασταύρωση που ήξερα ότι, αν ήσουν στην πόλη, θα έστριβες – έχοντας κατά νου με το λεωφορείο – για να πας στο σπίτι σου. Οι τροχοί του σκούτερ μου διέγραφαν κύκλους πατώντας στα αόρατα χνάρια που σχημάτιζαν στην άσφαλτο οι τροχοί του αυτοκινήτου σου. Αυτό από μόνο του, όταν το αναλογιζόμουν, μου μετέδιδε μια γλυκιά, ηδονική αίσθηση...
...Και τι να έκανα που σε όποιο μαγαζάκι έμπαινα σε έβλεπα να πληρώνεις στο ταμείο, ή σκυμμένη σε μια γωνιά να διαβάζεις τις ετικέτες των προϊόντων – πόσες πρωτεΐνες και πόσα λιπαρά; – και σε όποιον δρόμο περπατούσα σε έβλεπα να προπορεύεσαι καμαρωτή και λυγερή, παίρνοντας πάντοτε μιαν άγνωστη για σένα; Η ελάχιστη ομοιότητα, στα μαλλιά, στο αδύνατο σκαρί, σε μια χειρονομία, με ξεγελούσε για ένα δευτερόλεπτο και σε αυτό το ατέλειωτο δευτερόλεπτο η καρδιά μου σπαρταρούσε...
...Κάποια στιγμή άκουσα απ’ έξω δυνατές κραξιές γλάρων που όλο και πλήθαιναν. Έμοιαζαν χαρούμενες, σαν γέλια, σα να ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Οι μακριές, επιβλητικές φτερούγες τους, σκιάζοντας τον τοίχο που εφαπτόταν η πλάτη του πιάνου, έγραφαν πουπουλένιες ουράνιες νότες. Πόσοι να ήταν; Πολλοί. Πόσο κοντά μου; Πολύ κοντά μου, πάνω και γύρω από το μπαλκόνι μου. Έπαιζα με εξαιρετικό κέφι. Έπαιζα αδιάκοπα. Δεν έπαιζα. Πετούσα ανάμεσά τους, κρατούσα το μέτρο της μελωδίας κράζοντας δυνατά: «Αο! Αο! Αο!», αντί να μετράω από μέσα μου «ένα-δύο-τρία», ενώ τα χέρια μου ανεβοκατέβαιναν στα πλήκτρα μιμούμενα τις φτερούγες των γλάρων που ανεβοκατέβαιναν στον ουρανό. Έκλαψα πάλι από χαρά. – Οι γλάροι αγαπούν τον Μπαχ, έλεγα. Οι γλάροι αγαπούν τον Μπαχ. Οι γλάροι αγαπούν τον Μπαχ...