Συλλογή έργων (μυθιστόρημα, διήγημα, θέατρο, ποίηση) του Μπάμπη Ράλλη

Καλλιτέχνης μεγάλων επιφανειών


Κάποιο πρωί τον είδαν στο μπαλκόνι τού έκτου ορόφου να φοράει ένα παλιό, καφέ, κοτλέ πουκάμισο, μια πράσινη, λερωμένη με χρώματα βερμούδα, ένα μαύρο υφασμάτινο καπέλο λερωμένο κι αυτό με άσπρη μπογιά, και μαύρα, υπερμεγέθη γυαλιά ηλίου.

Τράβηξε τις λίγες γλάστρες από την άκρη του μπαλκονιού και τις ακούμπησε πρόχειρα δίπλα στον τοίχο. Έπειτα βάλθηκε να τρίβει τα σκουριασμένα κάγκελα με ένα κομμάτι γυαλόχαρτο. Λίγα υπολείμματα του αρχικού μαύρου χρώματος παρέμεναν στη θέση τους. Ήταν σε κακή κατάσταση. Το ήθελαν το βάψιμό τους.

Για να μην πέφτει η σκόνη στο μπαλκόνι του κάτω ορόφου που εξείχε από το δικό του κάνα μέτρο, είχε φτιάξει μια πρόχειρη κατασκευή. Είχε κολλήσει με χάρτινη ταινία μια μεγάλη, διάφανη πλαστική σακούλα σε δυο σκουπόξυλα και είχε βγάλει τις άκρες τους στο κενό για να μαζεύουν τη σκουριά. Κι όσο προχωρούσε το τρίψιμο μετακινούσε τα κοντάρια. Όλο το μήκος της σιδεριάς ήταν περίπου πέντε ή έξι μέτρα.

Ο θόρυβος από το τρίψιμο τράβηξε την προσοχή των ενοίκων στις απέναντι πολυκατοικίες. Φαινόταν μια ο ένας μια ο άλλος να ξεμυτίζουν και να κοιτάζουν τον άγνωστο σε όλους γείτονα.

- Έλα Χριστέ κι απόστολε, μεγάλο Σάββατο βρήκε ο ευλογημένος να κάνει αυτή τη δουλειά; μουρμούρισε μια κυρία.

- Θα ‘ναι ξένος. Δεν ξέρουν αυτοί από Χριστούγεννα και Πάσχα, της είπε ο άντρας της που είχε ρίξει νωρίτερα μια ματιά και άκουσε το μουρμουρητό της γυναίκας του.

Το σχολαστικό τρίψιμο ολοκληρώθηκε σχετικά σύντομα. Χωρίς διακοπή άρχισε να περνάει στα κάγκελα  το γκρίζο αστάρι. Και πάντα δεν ξεχνούσε να μετακινεί την πατέντα με τα σκουπόξυλα για να μην πέσει καμιά σταγόνα χρώματος στο μπαλκόνι του πέμπτου. Επειδή πλέον δεν προκαλούσε θόρυβο δεν τραβούσε την προσοχή των γειτόνων του. Αν κάποιος, όμως, αργόσχολος τον παρατηρούσε, θα πρόσεχε ότι οι κινήσεις του δεν ήταν τυχαίες, ούτε ενός ατζαμή. Έβαφε πρώτα την εξωτερική πλευρά τεσσάρων πέντε κάγκελων, έπειτα την εξωτερική βάση, έπειτα την κουπαστή και στο τέλος, γονατίζοντας, το εσωτερικό. Στη συνέχεια τραβούσε τα σκουπόξυλα παραπέρα και έβαφε άλλα πέντε κάγκελα.

Όταν ολοκλήρωσε το βάψιμο με το αστάρι, έκανε έναν έλεγχο και διαπίστωσε πως το σημείο από όπου είχε ξεκινήσει ήταν κιόλας στεγνό. Χωρίς να χάσει χρόνο έπιασε να βάφει με το κανονικό, μαύρο χρώμα. Και πάντα τα σκουπόξυλα τον ακολουθούσαν.

Την επόμενη μέρα, Κυριακή του Πάσχα, η απέναντι κυρία είδε με έκπληξη,  σχεδόν με αγανάκτηση,  ότι ο παράξενος τύπος με τα τεράστια μαύρα γυαλιά περνούσε στα κάγκελα το δεύτερο χέρι μαύρου χρώματος.   

- Θεέ μου μεγαλοδύναμε! Άθεος είναι ο άνθρωπος σίγουρα. Πασχαλιάτικα βάφει. Μεγάλη αμαρτία!  

Τη Δευτέρα του Πάσχα, η ίδια κυρία, βγαίνοντας να ποτίσει τον μαραμένο φίκο της, αντίκρυσε την ίδια σκηνή.

- Μωρέ ο ίδιος είναι πάλι ή τον είδε ο από κάτω ή ο από πάνω του και ζήλεψε; Πόσα χέρια περνάνε τα κάγκελα μιας σιδεριάς;

Αλλά και την Τρίτη, τα μάτια της αντίκρυσαν την ίδια εικόνα. Το είπε στον άντρα της.

- Παλαβός θα είναι. Τέσσερα χέρια τα κάγκελα; Παλαβός είναι, συμπέρανε αυτός.

Το γεγονός είχε τραβήξει την προσοχή κι άλλων γειτόνων. Κάποιοι απλά κοίταζαν με περιέργεια. Κάποιοι σχολίαζαν μεταξύ τους και κρυφογελούσαν.

Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, τίποτα δεν άλλαξε στο μπαλκόνι του τύπου με τα μεγάλα μαύρα γυαλιά. Με τις ίδιες πάντα προσεχτικές κινήσεις κι ακολουθώντας απαράλαχτα την ίδια μεθοδολογία, περνούσε κάθε μέρα κι από ένα χέρι μαύρο χρώμα τη σιδεριά του. Αυτό που είχε αλλάξει ήταν η κατάσταση στα μπαλκόνια των απέναντι πολυκατοικιών. Γιατί πλέον το πράγμα είχε ξεφύγει από την απλή περιέργεια. Τι έκανε αυτός ο άνθρωπος; Άλλη δουλειά δεν είχε;

- Δε θα βαρεθεί επιτέλους ο κερατάς; έλεγε ένας παππούς που το θέμα είχε αρχίσει να του δίνει στα νεύρα.

Και πού να ήξερε. Γιατί, ύστερα από δυο συμπληρωμένες βδομάδες, ο Μεγάλα Μαύρα Γυαλιά περνούσε το δέκατο τέταρτο χέρι μαύρου χρώματος στη σιδεριά του. Φαινόταν πάντα ατάραχος, σα να μην καταλάβαινε το πόσο είχε επηρεάσει η ασχολία του όλα τα σπίτια της γειτονιάς με θέα στο δικό του. Και δεν ήταν λίγα, καμιά τριανταριά, ίσως και περισσότερα. Κι ούτε ήταν εύκολο να μην πάρει είδηση την απορία, τον εκνευρισμό ή την ειρωνεία των καλών του γειτόνων. Γιατί πλέον πολλοί από αυτούς κάθονταν στα μπαλκόνια τους και τον έκαναν χάζι, όπως κάνουμε χάζι τα κόλπα ενός πλανόδιου ταχυδακτυλουργού στον δρόμο. Και τα γέλια τους, οι ειρωνείες τους, δεν τηρούσαν πλέον καμιά προφύλαξη, ώστε ήταν αδύνατο να μην τα άκουγε όλα αυτά.

Στον ένα μήνα συνέχιζε απτόητος να βάφει καθημερινά τα κάγκελά του. Μόνο που τώρα το μπαλκόνι του ήταν μια θεατρική σκηνή και οι απέναντι πολυκατοικίες ήταν τα θεωρεία για τους θεατές μιας παράστασης με δωρεάν είσοδο. Βολεύονταν όσο πιο αναπαυτικά μπορούσαν, έπιναν τον καφέ τους ή τις μπύρες τους και παρακολουθούσαν γελώντας τον …«τρελό» να βάφει κάθε μέρα, με το ίδιο μαύρο χρώμα,  τα ίδια κάγκελα. Κάποιοι δεν δίσταζαν πλέον να του απονείμουν τα εύσημα, φωνάζοντας για να τους ακούσει.

- Μπράβο, μαλάκα!  Καλή δουλειά!

- Μπράβο, καραγκιόζη! Μη σταματάς! Θέλει πολλά χέρια ακόμα!

- Είσαι πολύ γελοίος!

Και σίγουρα τους άκουγε. Αλλά δεν αντιδρούσε. Συνέχιζε απτόητος, με σταθερό χέρι, το έργο του, χωρίς ποτέ να σηκώνει το βλέμμα του για να κοιτάξει απέναντι.

Ώσπου, μια μέρα, δεν βγήκε να βάψει. Ούτε άνοιξε την μπαλκονόπορτα για να δει και να θαυμάσει το έργο του. Το βράδυ δεν άναψαν φώτα στο δωμάτιό του. Δεν ακούστηκε μουσική. Και την επόμενη μέρα το ίδιο. Κανένα σημάδι ζωής. Οι γείτονές του κάθονταν στις ψάθινες ή πλαστικές πολυθρόνες τους για να παρακολουθήσουν άλλη μια παράσταση, αλλά ο μεγάλος πρωταγωνιστής απουσίαζε.

Πέρασαν μήνες. Καμιά εξέλιξη. Σιγά-σιγά τον ξέχασαν όλοι. Μόνο μερικές φορές αναρωτιούνταν τι να είχε απογίνει, γιατί επέμενε να βάφει και να ξαναβάφει τα ίδια κάγκελα, και γιατί σταμάτησε έτσι απότομα να το κάνει. Θεωρούσε άραγε το έργο του ολοκληρωμένο; Είχε αναβάλει την ολοκλήρωσή του λόγω κάποιου αιφνίδιου περιστατικού;

Και το βλέμμα τους έπεφτε στα μαύρα κάγκελα που γυάλιζαν στον ήλιο σαν πορσελάνινα, αστράφτοντας εδώ κι εκεί εκτυφλωτικά.