Συλλογή έργων (μυθιστόρημα, διήγημα, θέατρο, ποίηση) του Μπάμπη Ράλλη

Στη μέση του δρόμου


Δίστασε, ωστόσο η απόλυτη ερημιά του δρόμου τον έπεισε για το παράτολμο εγχείρημα να τον διασχίσει. Έκανε το πρώτο βήμα, μετά το δεύτερο, το τρίτο. Κόντευε να φτάσει στη μεσαία διαχωριστική λωρίδα όταν ένιωσε τα πόδια του να μην τον υπακούν, νικημένα από ένα αόρατο βάρος που τα κρατούσε κολλημένα στην άσφαλτο. Κοίταξε αγχωμένος στο βάθος του δρόμου. Διέκρινε μια μικρή κουκκίδα που όλο μεγάλωνε. Χοντρές στάλες ιδρώτα από το πρόσωπό του κύλησαν χάμω. Έκανε μια νέα, απεγνωσμένη προσπάθεια να κινηθεί. Τα πόδια του ζύγιζαν τόνους. Η μικρή κουκκίδα είχε τώρα το σχήμα και τον ήχο μιας νταλίκας που τον πλησίαζε με το γκάζι πατημένο στο τέρμα. Σήκωσε τα χέρια για να τον δει έγκαιρα ο οδηγός και να τον αποφύγει. Κι ας ήξερε ότι δεν θα τον έβλεπε, δεν θα τον απέφευγε, ότι θα τον έκοβε χίλια κομμάτια.

Διαλυμένος πια, καταματωμένος, σηκώθηκε και περπάτησε χωρίς δυσκολία προς την κατεύθυνση της νταλίκας που μίκραινε μετά τη μέγιστη μεγέθυνσή της.

Γιατί έπρεπε να πρωταγωνιστήσει και στον επόμενο εφιάλτη.

Στην αρχή ένας ήχος ανθρώπινων φωνών χωρίς να ξεχωρίζουν λόγια. Έπειτα ένα πλήθος ανθρώπων που βάδιζε αργά προς το μέρος του καλύπτοντας όλο το μήκος του δρόμου. Σύντομα μπόρεσε να ξεχωρίσει τα πολύχρωμα ρούχα τους, τα μακριά μαλλιά τους, τα αδύνατα σώματά τους, τα σηκωμένα ψηλά χέρια τους. Τώρα ξεχώριζε και τα λόγια τους. Δυο συνεχώς επαναλαμβανόμενοι, αντιφατικοί μεταξύ τους στίχοι που τους τραγουδούσαν σε κατάσταση έκστασης αργά, μία μία συλλαβή.

«Μια ζωή αδικημένοι.
Όλα ήταν δικά μας».

Όταν πλησίασαν αρκετά πρόσεξε τα κουρασμένα, κάτασπρα, αδυνατισμένα πρόσωπά τους. Τον έφτασαν και τον προσπέρασαν χωρίς να του δώσουν σημασία, χωρίς να καταλάβει αν τον είχαν δει. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι νεκροί», σκέφτηκε τρομαγμένος. Κι ύστερα, μια σπίθα σκέψης. «Εγώ τι είμαι;»

 

(Πρώτη δημοσίευση: diastixo, 12/6/25)


Έρωτας και ελευθερία


Η αγάπη μου για τις πόρνες είναι ένας έρωτας χωρίς ζητούμενα. Τους δίνω έρωτα και δε ζητώ τίποτα. Μου δίνουν έρωτα και δε ζητούν τίποτα, αφού με τον καιρό το δωράκι μετατρέπεται σε συνθηματικό για να μην ονομάζουμε τον αληθινό μας έρωτα, για να μην φανερωθεί, κι αρχίσει να ζητάει, και σκαρτέψει.

Φυσικά, όπως θα έχετε μαντέψει, ο έρωτάς μου για τις πόρνες κι η ανταπόδοσή του από αυτές είναι ένας μύθος. Μόνο που ο μύθος αυτός αποτελείται από καθαρή αλήθεια, σαν χρυσός χωρίς προσμείξεις. Αλλά αποτελεί και μια τόσο σπάνια, ιδιάζουσα περίπτωση, συνέπεια πολλαπλών περιστάσεων και μοιραίων συναπαντημάτων, που μετατρέπεται σε μύθο, αν όχι σε θρύλο, σαν τη θυσία του πρωτομάστορα, σαν την κιβωτό του Νώε, σαν τους άθλους του Ηρακλέους, σαν τα φαντάσματα που τριγυρνούν τις νύχτες, αλλά και τις μέρες, πάντα, παντού, που με κυνηγούν, κι εγώ κρύβομαι για να τους ξεφύγω στην αγκαλιά μιας πόρνης, κι αυτή με σκεπάζει με τις μακριές φτερούγες της, η πόρνη μου η χήνα, η Γκαμπριελίτσα μου που πετά σαν πάπια-χήνα, πετάει και με ανεβάζει στα ουράνια. Είναι η καθαρή αλήθεια, σαν χρυσός χωρίς προσμείξεις, αλλά πώς να την πεις και να μην σε περάσουν για παραμυθά;    

Χωρίς όνομα

 

Όλα ήταν άσκοπα. Το λιγότερο άσκοπο ήταν να περπατούσε κανείς στον δρόμο δίχως προορισμό. Κι έτσι πέρασα, κείνο το ηλιόλουστο πρωί, μην ξέροντας πού βρισκόμουν, από το μικρό σου σπίτι με τον μικρό του κήπο και με το άσπρο ποδήλατο ακουμπισμένο στον τοίχο. Σε είδα να ποτίζεις τα λουλούδια σου με ένα διάφανο ποτιστήρι. Φορούσες μακρύ, άσπρο φόρεμα. «Μου δανείζεις το ποδήλατό σου;» σε ρώτησα. Άφησες το ποτιστήρι κάτω. Κοίταξες τον άγνωστο άνδρα στα μάτια μισοκλείνοντας τα βλέφαρα. «Δεν το δανείζω ποτέ», είπες. «Αλλά ευχαρίστως θα το μοιραζόμουν μαζί σου για μια μακρινή βόλτα σε δρόμους που δεν έχω περπατήσει ποτέ».

Ήσουν αδύνατη σαν φυλλαράκι. Κι εγώ δεν πήγαινα πολύ πίσω. Θα βολευόμασταν στο άσπρο ποδήλατο. Έπιασες το τιμόνι και το έβγαλες στον δρόμο. Κάναμε τις πρώτες ορθοπεταλιές για να ισορροπήσουμε. Δεν σε ρώτησα ποτέ γιατί φεύγοντας άφησες την πόρτα του σπιτιού σου ορθάνοιχτη.

Σύντομα χαθήκαμε στην ερημιά της πόλης. Καμιά φορά, για να διασκεδάσουμε, αναποδογυρίζαμε τους φυσικούς νόμους. Για παράδειγμα, καθόσουν σ’ ένα παγκάκι παριστάνοντας τον πυρήνα ενός ατόμου κι εγώ έκανα κύκλους με το ποδήλατο γύρω σου, παριστάνοντας το ηλεκτρόνιο. Κι έπειτα καθόμουν εγώ στο παγκάκι κι εσύ ποδηλατούσες γύρω μου, κι έτσι ο πυρήνας έκανε βόλτες γύρω από το ηλεκτρόνιο.

Ή, άλλοτε, ξεχνούσαμε τα ονόματά μας, καταργώντας, με την εξυπνάδα αυτή, τη βία του κόσμου. Στεκόμασταν σε μια πλατεία και λέγαμε στους περαστικούς: «Κυρίες, κύριοι και μικρά παιδιά, κοιτάξτε μας. Είμαστε άνθρωποι χωρίς όνομα». Μας παρατηρούσαν με έκφραση μέτριας απορίας και μερικοί πετούσαν χάλκινα κέρματα στα πόδια μας.

Κι ούτε θυμόμασταν κανένα άλλο όνομα.

(Πρώτη δημοσίευση: fractalart, 8/4/25)