Δίστασε, ωστόσο η απόλυτη ερημιά του δρόμου
τον έπεισε για το παράτολμο εγχείρημα να τον διασχίσει. Έκανε το πρώτο βήμα,
μετά το δεύτερο, το τρίτο. Κόντευε να φτάσει στη μεσαία διαχωριστική λωρίδα
όταν ένιωσε τα πόδια του να μην τον υπακούν, νικημένα από ένα αόρατο βάρος που
τα κρατούσε κολλημένα στην άσφαλτο. Κοίταξε αγχωμένος στο βάθος του δρόμου.
Διέκρινε μια μικρή κουκκίδα που όλο μεγάλωνε. Χοντρές στάλες ιδρώτα από το
πρόσωπό του κύλησαν χάμω. Έκανε μια νέα, απεγνωσμένη προσπάθεια να κινηθεί. Τα
πόδια του ζύγιζαν τόνους. Η μικρή κουκκίδα είχε τώρα το σχήμα και τον ήχο μιας
νταλίκας που τον πλησίαζε με το γκάζι πατημένο στο τέρμα. Σήκωσε τα χέρια για
να τον δει έγκαιρα ο οδηγός και να τον αποφύγει. Κι ας ήξερε ότι δεν θα τον
έβλεπε, δεν θα τον απέφευγε, ότι θα τον έκοβε χίλια κομμάτια.
Διαλυμένος πια, καταματωμένος, σηκώθηκε και περπάτησε χωρίς
δυσκολία προς την κατεύθυνση της νταλίκας που μίκραινε μετά τη μέγιστη
μεγέθυνσή της.
Γιατί έπρεπε να πρωταγωνιστήσει και στον επόμενο εφιάλτη.
Στην αρχή ένας ήχος ανθρώπινων φωνών χωρίς να ξεχωρίζουν λόγια.
Έπειτα ένα πλήθος ανθρώπων που βάδιζε αργά προς το μέρος του καλύπτοντας όλο το
μήκος του δρόμου. Σύντομα μπόρεσε να ξεχωρίσει τα πολύχρωμα ρούχα τους, τα
μακριά μαλλιά τους, τα αδύνατα σώματά τους, τα σηκωμένα ψηλά χέρια τους. Τώρα
ξεχώριζε και τα λόγια τους. Δυο συνεχώς επαναλαμβανόμενοι, αντιφατικοί μεταξύ
τους στίχοι που τους τραγουδούσαν σε κατάσταση έκστασης αργά, μία μία συλλαβή.
«Μια ζωή
αδικημένοι.
Όλα ήταν δικά μας».
Όταν πλησίασαν αρκετά πρόσεξε τα κουρασμένα, κάτασπρα,
αδυνατισμένα πρόσωπά τους. Τον έφτασαν και τον προσπέρασαν χωρίς να του δώσουν
σημασία, χωρίς να καταλάβει αν τον είχαν δει. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι νεκροί»,
σκέφτηκε τρομαγμένος. Κι ύστερα, μια σπίθα σκέψης. «Εγώ τι είμαι;»
(Πρώτη
δημοσίευση: diastixo, 12/6/25)