Κάθε φορά που επισκεπτόμουν την ενενηντάχρονη μητέρα μου στο γηροκομείο και καθόμασταν παρέα στο μπαλκόνι, κοιτούσε τον δρόμο με μεγάλη περιέργεια, κι όλο με ρώταγε: «Πού πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όλα αυτά τα αμάξια;» Της έλεγα: «Πηγαίνουν σπίτι τους, ή στη δουλειά τους, ή πάνε βόλτα, ή γυρίζουν». Κουνούσε το κεφάλι της συγκαταβατικά. Μέχρι που, με τον καιρό, άρχισα κι εγώ να κοιτάζω αλλιώς τον δρόμο. «Πού πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι;» αναρωτιόμουν. Και δεν έβρισκα απάντηση.