Συλλογή έργων (μυθιστόρημα, διήγημα, θέατρο, ποίηση) του Μπάμπη Ράλλη

Χωρίς όνομα

 

Όλα ήταν άσκοπα. Το λιγότερο άσκοπο ήταν να περπατούσε κανείς στον δρόμο δίχως προορισμό. Κι έτσι πέρασα, κείνο το ηλιόλουστο πρωί, μην ξέροντας πού βρισκόμουν, από το μικρό σου σπίτι με τον μικρό του κήπο και με το άσπρο ποδήλατο ακουμπισμένο στον τοίχο. Σε είδα να ποτίζεις τα λουλούδια σου με ένα διάφανο ποτιστήρι. Φορούσες μακρύ, άσπρο φόρεμα. «Μου δανείζεις το ποδήλατό σου;» σε ρώτησα. Άφησες το ποτιστήρι κάτω. Κοίταξες τον άγνωστο άνδρα στα μάτια μισοκλείνοντας τα βλέφαρα. «Δεν το δανείζω ποτέ», είπες. «Αλλά ευχαρίστως θα το μοιραζόμουν μαζί σου για μια μακρινή βόλτα σε δρόμους που δεν έχω περπατήσει ποτέ».

Ήσουν αδύνατη σαν φυλλαράκι. Κι εγώ δεν πήγαινα πολύ πίσω. Θα βολευόμασταν στο άσπρο ποδήλατο. Έπιασες το τιμόνι και το έβγαλες στον δρόμο. Κάναμε τις πρώτες ορθοπεταλιές για να ισορροπήσουμε. Δεν σε ρώτησα ποτέ γιατί φεύγοντας άφησες την πόρτα του σπιτιού σου ορθάνοιχτη.

Σύντομα χαθήκαμε στην ερημιά της πόλης. Καμιά φορά, για να διασκεδάσουμε, αναποδογυρίζαμε τους φυσικούς νόμους. Για παράδειγμα, καθόσουν σ’ ένα παγκάκι παριστάνοντας τον πυρήνα ενός ατόμου κι εγώ έκανα κύκλους με το ποδήλατο γύρω σου, παριστάνοντας το ηλεκτρόνιο. Κι έπειτα καθόμουν εγώ στο παγκάκι κι εσύ ποδηλατούσες γύρω μου, κι έτσι ο πυρήνας έκανε βόλτες γύρω από το ηλεκτρόνιο.

Ή, άλλοτε, ξεχνούσαμε τα ονόματά μας, καταργώντας, με την εξυπνάδα αυτή, τη βία του κόσμου. Στεκόμασταν σε μια πλατεία και λέγαμε στους περαστικούς: «Κυρίες, κύριοι και μικρά παιδιά, κοιτάξτε μας. Είμαστε άνθρωποι χωρίς όνομα». Μας παρατηρούσαν με έκφραση μέτριας απορίας και μερικοί πετούσαν χάλκινα κέρματα στα πόδια μας.

Κι ούτε θυμόμασταν κανένα άλλο όνομα.

(Πρώτη δημοσίευση: fractalart, 8/4/25)

Έχουμε ακόμη χειμώνα

     

Μπήκε στο ξενοδοχείο ψιλοτρέμοντας απ’ την παγωνιά. Ζήτησε δωμάτιο από τον ηλικιωμένο υπάλληλο στην υποδοχή. Εκείνος του έδωσε σιωπηλός το κλειδί του. «Σε ποιον όροφο;» ρώτησε. «Μα, στον τελευταίο, κύριε». Έκανε ένα βήμα. Κοντοστάθηκε. «Είναι μακριά από εδώ το ταχυδρομείο;» ρώτησε. «Έχουμε ακόμη χειμώνα, κύριε», του απάντησε ο υπάλληλος.

Άρχισε να ανεβαίνει βιαστικά τα σκαλοπάτια. Από μια άγνωστη πηγή άκουσε ένα ηχητικό μήνυμα που διαχεόταν σε όλο τον χώρο. «Έχουμε ακόμη χειμώνα». Συνέχισε να ανεβαίνει. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», άκουσε πάλι. Σε κάθε όροφο που ανέβαινε άκουγε το ίδιο μήνυμα με την ίδια ένταση, σα να τον ακολουθούσε εκείνο το ακαθόριστο σημείο απ’ όπου πήγαζε. Στον πέμπτο ή έκτο όροφο, είδε την κοντή σερβιτόρα του σιδηροδρομικού σταθμού με τα κατσαρά μαλλιά να κατεβαίνει τις σκάλες. Τη χαιρέτησε με μια κίνηση του χεριού. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», του είπε με ήρεμη, αργή φωνή και συνέχισε να κατεβαίνει. Αυτός συνέχισε να ανεβαίνει.

Ένιωσε κουρασμένος. Στάθηκε. Είχε ιδρώσει. Έβγαλε το μαύρο παλτό του και το άφησε να πέσει χάμω. Κοίταξε ψηλά. Οι σκάλες των ορόφων στριφογύριζαν μέχρι την άκρη της ματιάς του. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», ακουγόταν το επίμονο ηχητικό. Συνέχισε να ανεβαίνει. Είχε χάσει το μέτρημα και δεν ήξερε σε ποιον όροφο βρισκόταν. Είδε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια η κοντή σερβιτόρα του σταθμού με τα κατσαρά μαλλιά. Τη χαιρέτησε ανασηκώνοντας τα φρύδια. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», του είπε με την ήρεμη φωνή της. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», ακούστηκε το μήνυμα. Συνέχισε να ανεβαίνει.

Πιανόταν τώρα από την κουπαστή της σκάλας για να στηρίζει το κουρασμένο βήμα του. Έπαιρνε ακανόνιστες, κοφτές αναπνοές. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», ακουγόταν πάντα η ηχογραφημένη φωνή. «Είναι γυναικεία ή ανδρική;» αναρωτήθηκε. Δεν καταλάβαινε. Ανέβαινε με αργά, βαριά βήματα. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», άκουγε. «Έχουμε ακόμη χειμώνα». «Είναι ανθρώπινη;»

Στάθηκε για να πάρει μερικές ανάσες. Είδε την κοντή σερβιτόρα του σταθμού με τα κατσαρά μαλλιά να κατεβαίνει τις σκάλες. Την κοίταξε αμίλητος. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», του είπε με την ήρεμη φωνή της. Απομακρύνθηκε. Την έβλεπε να κατεβαίνει σκυφτή με το σταθερό, προσεχτικό της βήμα.

Έπιασε κι αυτός να ανεβαίνει πάλι τα σκαλιά. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», ακούστηκε το μήνυμα. Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του. Έβγαλε το μαύρο σακάκι του και το άφησε στα σκαλοπάτια. Συνέχισε να ανεβαίνει. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», άκουσε. Δεν κοιτούσε πια ψηλά να δει αν τα σκαλιά τέλειωναν κάπου. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», άκουσε ξανά.

Έκανε με μεγάλη προσπάθεια άλλα δύο ή τρία βήματα. Ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Αφέθηκε στο βάρος του. Κάθισε σε ένα σκαλοπάτι. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», ακούστηκε η φωνή. Έριξε μια ανέκφραστη ματιά στην έρημη, ατέλειωτη σειρά σκαλοπατιών που κατηφόριζαν. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», ακούστηκε η φωνή. Έβγαλε το γκρίζο πουκάμισό του, σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπο, τον λαιμό και τα χέρια και το άφησε δίπλα του. Είχε μείνει με το άσπρο φανελάκι.

Κοίταξε με απορημένο βλέμμα τα γυμνά μπράτσα του. Άνοιξε ασύνειδα το στόμα του και πρόφερε αργά, σιγανά, σαν μικρό παιδί που μαθαίνει απ’ έξω το μάθημά του: «Σε λίγο θα έρθει η άνοιξη». «Έχουμε ακόμη χειμώνα», ακούστηκε η φωνή. «Σε λίγο θα έρθει η άνοιξη», ψέλλισαν τα χείλη του. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», ακούστηκε ανάλλαχτη η φωνή. «Σε λίγο θα έρθει η άνοιξη», είπε ακουμπώντας το κουρασμένο του κεφάλι στην κουπαστή της σκάλας. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», ακούστηκε η φωνή. «Σε λίγο θα έρθει η άνοιξη», είπε δυνατότερα. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», ακούστηκε η φωνή. «Σε λίγο θα έρθει η άνοιξη», είπε με μια ανεπαίσθητη νότα χαράς στη φωνή του. «Έχουμε ακόμη χειμώνα», ακούστηκε η φωνή. «Σε λίγο θα έρθει η άνοιξη», είπε χαμογελώντας.

(Πρώτη δημοσίευση: fractalart, 4/2/25)

Η ακέραιη στιγμή

Αυτό που μοιάζει με κίνηση και δράση, η λειτουργία-αλληλεπίδραση του ενστίκτου μέσα στην υλική πραγματικότητα που αποτελεί καθρέφτισμά του, είναι στην ουσία μια στατική, αδιάκοπα επαναλαμβανόμενη, μηχανική κίνηση γραναζιού, μέσα σε μια συνολικότερη μηχανική λειτουργία που ποτέ δεν υπήρξε δυνατότητα εκτροπής από την πορεία της. Αυτό που μοιάζει σαν δυνατότητα πολλαπλών επιλογών, αποφάσεων, δράσεων, είναι μία και μοναδική, τυφλά επαναλαμβανόμενη κίνηση που οδηγεί ασταμάτητα στη σύγκρουση και στον πόλεμο.

Κι αυτό που μοιάζει με απόλυτη ακινησία, η ηρεμία, η συνειδητή σιωπή του νου, το άδειασμά του από την ψευδοκίνηση της ύλης, είναι η μέγιστη δράση και δημιουργία, είναι ο μη προκαθορισμένος δρόμος, είναι η ελεύθερη περιδιάβαση σε μια πραγματικότητα ασχημάτιστη, που παίρνει το σχήμα της στιγμής και μέσα σε αυτή τη στιγμή υπάρχει ακέραιη.