Συλλογή έργων (μυθιστόρημα, διήγημα, θέατρο, ποίηση) του Μπάμπη Ράλλη

Απολογία Σωκράτους




            Όλα ξεκίνησαν εκείνη ακριβώς την εποχή που πίστεψα πως όλα τα απαραίτητα για μια ωραία ζωή τα είχα αποκτήσει. Είχα τη δουλειά μου των πεντακοσίων ευρώ, είχα την κληρονομημένη γκαρσονιέρα μου των τριάντα τετραγωνικών, είχα την τηλεόρασή μου των σαράντα ιντσών και το έξυπνο κινητό μου των μόλις εκατόν είκοσι γραμμαρίων, είχα το παλιό καντέτ του πατέρα μου -κληρονομιά κι αυτό- των χιλίων κυβικών, και, για κερασάκι στην τούρτα, αγόρασα με τις οικονομίες μου από ένα pet shop το κουτάβι που πάντα ονειρευόμουν: ένα αρσενικό ροτβάιλερ που στην ενηλικίωσή του θα ξεπερνούσε τα πενήντα κιλά, όπως μου είπε με σιγουριά ο πωλητής.
            Ίσως σκεφτείτε πως έχω εμμονή με τους αριθμούς. Υποθέτω ότι φταίει το επάγγελμά μου. Εργάζομαι… Εργαζόμουν μέχρι που συνέβη το… Εργαζόμουν ως υπάλληλος λογιστηρίου. Απ’ τα μάτια μου περνούσαν καθημερινά αμέτρητοι αριθμοί. Μερικές φορές κάποιος αριθμός μού έκανε εντύπωση. Για παράδειγμα, το νούμερο ενός τιμολογίου ήταν το 1234, το σύνολο ενός άλλου ήταν 3.030,30, η αξία Φ.Π.Α. κάποιου τρίτου ήταν 666,66. «Για δες τι αριθμός μου έτυχε…» έλεγα. Αλλά αμέσως σκεφτόμουν πως έχοντας να κάνω με τόσους πολλούς αριθμούς, ήταν βάσει πιθανοτήτων λογικό να περνούν από μπροστά μου και τέτοιοι, περίεργοι αριθμοί.
            Δεν ήταν καθόλου δύσκολη η δουλειά μου. Το λογιστήριο της εταιρίας που εργαζόμουν λειτουργούσε σαν ένα μικρό εργοστάσιο μέσα στο εργοστάσιο. Τα παραστατικά έρχονταν ανάκατα από τα άλλα τμήματα σαν ακατέργαστη πρώτη ύλη. Ένας υπάλληλος τα ξεχώριζε σε πωλήσεις, αγορές  και έξοδα, τα τακτοποιούσε ανά  ημερομηνία και τις αγορές επιπλέον ανά προμηθευτή. Έτσι τα παρέδιδε στους συναδέλφους του καταχωρητές που τα περνούσαν στο σύστημα. Έπειτα αναλάμβανα δράση εγώ που έκανα τον έλεγχο των καταχωρήσεων και τέλος ένας άλλος υπάλληλος τα αρχειοθετούσε στους φακέλους, σαν ένα είδος τελικών προϊόντων.
            Η δουλειά μου, πιο συγκεκριμένα, ήταν να εκτυπώνω από το λογιστικό πρόγραμμα καταστάσεις ελέγχου και βάζοντας μπροστά μου ένα ένα τα παραστατικά να τσεκάρω την ορθή ή όχι καταχώρηση ημερομηνιών, συναλλασσόμενων, λογαριασμών και ποσών. Δίπλα σε κάθε σωστό αριθμό σημείωνα με το στυλό μου ένα τικ στην κατάσταση. Αν εντόπιζα λάθος επέστρεφα το τιμολόγιο στους καταχωρητές κι αυτοί μου το γύριζαν διορθωμένο για να το ελέγξω πάλι και να βάλω τα τικ μου στην κατάσταση που στο μεταξύ είχα ξανατυπώσει. Έβαζα καθημερινά μερικές χιλιάδες τικ.  
            Είχα το προνόμιο, όπως καταλαβαίνετε, να ήμουν αυτός που έβρισκε τα λάθη των άλλων, ενώ ο ίδιος, μιας και δεν καταχωρούσα, έμενα αλάνθαστος. Το αλάτι και το πιπέρι της ημέρας ήταν όταν πήγαινα στους καταχωρητές και τους έλεγα για παράδειγμα: «Ξέχασες ένα μηδενικό. Η καθαρή αξία είναι 600, όχι 60», ή «Έκανες αναριθμητισμό. Ο προμηθευτής είναι ο 21423, όχι ο 21432». Γύριζα στο γραφείο μου με ένα αθέλητο αίσθημα ικανοποίησης.
Τύχαινε να βρίσκω και δύο ή τρία λάθη σε μια σελίδα. Άλλες φορές μπορεί να έλεγχα και τρεις και τέσσερις σελίδες χωρίς να βρω κανένα λάθος. Αυτό ήταν βαρετό. Το χειρότερο, όμως, ήταν όταν οι ρόλοι αντιστρέφονταν και έπρεπε να πάρω τη θέση κάποιου καταχωρητή λόγω απουσίας του, οπότε ήταν αυτός που έλεγχε τις καταχωρήσεις μου όταν επέστρεφε στη δουλειά. Είτε επειδή δεν είχα την καθημερινή τριβή, είτε επειδή το μυαλό μου ήταν θολωμένο από τα πολλά τσεκαρίσματα που είχαν προηγηθεί, συνήθως έκανα πολλά λάθη και η επισήμανσή τους από τον συνάδελφο τσαλάκωνε μέσα μου το κύρος που μου έδινε η θέση του ελεγκτή. Ένιωθα τότε κοινός, γυμνός θνητός.   
            Νομίζω ότι όσα είπα για την εργασία μου είναι αρκετά. Άλλωστε τα σημαντικά στην υπόθεσή μου, καθώς γνωρίζετε,  ελάμβαναν χώρα μετά την εργασία, κατά την επιστροφή μου στο σπίτι. Θα αναφερθώ λοιπόν τώρα σε αυτά τα γεγονότα.
            Η πρώτη σπίθα άναψε μια Παρασκευή απόγευμα. Ήμουν χαρούμενος που είχε τελειώσει η βδομάδα και είχα μπροστά μου το Σαββατοκύριακο, αλλά κυρίως επειδή εκείνο τον καιρό είχα καταφέρει να ψήσω μια όμορφη γειτόνισσα -μάλλον φοιτήτρια- στην απέναντι πολυκατοικία. Την έβλεπα κάθε πρωί από το παράθυρο της κουζίνας μου την ώρα που έφτιαχνα καφέ. Συνήθως έβγαινε στο μπαλκόνι της και άπλωνε ρούχα. Στην αρχή, όταν τη χαιρετούσα, γύριζε το πρόσωπό της αλλού. Τελευταία όμως μου χαμογελούσε και κείνο το πρωινό βγήκε στο μπαλκόνι φορώντας μόνο το μαγιό της και χαιρετώντας με πρώτη.
            Είχα τη μουσική δυνατά στο αυτοκίνητο. Δε θυμάμαι τι άκουγα. Σκεφτόμουν τη γειτόνισσα. Πλησιάζοντας στο τελευταίο φανάρι πριν το σπίτι μου, είδα μπροστά μου έναν οδηγό να περνάει γκαζωμένος με κόκκινο. Ένας άλλος οδηγός, που περνώντας τη διασταύρωση με πράσινο κόντεψε να τρακάρει μαζί του, του κορνάρισε δυνατά και παρατεταμένα. Τότε ο πρώτος, ήδη σε κάποια απόσταση, ανταπέδωσε ειρωνικά το κορνάρισμα, σα να ανταπέδιδε ένα κορνάρισμα χαιρετισμού. Μου φάνηκε πολύ αστεία η αγένειά του. Είχα ξαναγίνει μάρτυρας τέτοιων σκηνών στο παρελθόν – στους ελληνικούς δρόμους είναι συνηθισμένες, μα μόνο τότε μου φάνηκε αστεία.   
            Για αρκετές μέρες μετά το περιστατικό αυτό, κάθε που έφτανα στο ίδιο φανάρι το θυμόμουν και πάντα μου προκαλούσε ευθυμία. Μια μέρα, περιμένοντας να ανάψει το πράσινο, σκέφτηκα πως θα είχε πολύ πλάκα να περνούσε κάποιος με κόκκινο και να φώναζε σε αυτόν που θα περνούσε κανονικά και θα του κορνάριζε αγανακτισμένος: «Στραβωμάρα ρε! Δε βλέπεις το πράσινο;», αντιστρέφοντας τα δεδομένα -κόκκινο σταματάς, πράσινο περνάς- και προκαλώντας στον άλλο έστω  για ένα δευτερόλεπτο αμηχανία. Μέχρι να ξεκινήσω είχα ξεχάσει τη σκέψη μου.
            Τα επόμενα απογεύματα, φτάνοντας στο φανάρι τη θυμόμουν και κάθε φορά την έβρισκα όλο και πιο διασκεδαστική. Αλλά έπρεπε να περάσει τουλάχιστον ένας μήνας και στο μεταξύ να με έχει κουράσει η εμμονή μου μαζί της, για να ακούσω πρώτη φορά κείνη τη χυδαία εσωτερική φωνή να λέει: «Και γιατί δεν το κάνεις εσύ; Θα έχει πλάκα. Καν’ το!»
            Ούτε τότε έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Πρόσεξα όμως ότι η σκέψη δε διαλύθηκε αυτή τη φορά φεύγοντας απ’ το σημείο. Στο σπίτι, τρώγοντας, άκουσα πάλι τη φωνή να λέει: «Θα έχει πλάκα. Καν’ το!» Η φανταστική σκηνή σχηματιζόταν στο μυαλό μου σε ολοένα πιο βελτιωμένες επαναλήψεις που η μία διαδεχόταν την άλλη χωρίς διακοπή. Με έβλεπα να περνάω το κόκκινο, να φωνάζω: «Στραβωμάρα ρε! Δε βλέπεις το πράσινο;», να παρατηρώ το έκπληκτο ύφος του άλλου οδηγού, κι έπειτα να γελάω, να γελάω δυνατά, χορταστικά.
            Την επόμενη μέρα δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στη δουλειά. Η φωνή ερχόταν απ’ τα βάθη μου ακόμη πιο πιεστική. «Καν’ το!» μου έλεγε, «Καν’ το!» Στον δρόμο το ίδιο. Στο σπίτι το ίδιο. Κάθε προσπάθεια που έκανα για να σκεφτώ κάτι άλλο κατέληγε σε αποτυχία. Πρώτα η φωνή και μετά η αναπαράσταση της σκηνής σαν τρέιλερ κινηματογραφικής ταινίας. Το δυνατό γέλιο στο φινάλε της είχε αποκτήσει μια διαφορετική χροιά, είχε γίνει σκληρό, έμοιαζε περισσότερο με γέλιο εκδίκησης. Παρότι, όπως είπα, δεν μπορούσα να απαλλαγώ από τη σκέψη και παρότι γινόταν όλο και πιο φορτική, πίστευα ακόμη πως αργά ή γρήγορα θα ξεχνιόταν.
            Το πρωί ξύπνησα απροσδιόριστα αγχωμένος. Με την πρώτη γουλιά καφέ, σα να ξεπήδησε μέσα απ’ το φλιτζάνι, η φωνή μού φώναξε: «Καν’ το!» Όλο και καλύτερα διέκρινα στη χροιά της τα ηχοχρώματα της πρόκλησης, της ειρωνείας και της περιφρόνησης προς τον αποδέκτη της, δηλαδή εμένα. Με μισεί, σκέφτηκα. Έφυγα από το σπίτι βιαστικός αν και δεν είχα αργήσει, οδήγησα βιαστικά, παρκάρισα αδέξια χτυπώντας τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου πίσω μου, μπήκα στο γραφείο σχεδόν τρέχοντας και με το που κάθισα στον υπολογιστή έπιασα με τον μεγαλύτερο ζήλο να ελέγχω τις εγγραφές των συναδέλφων μου. Όλη τη μέρα δε σήκωσα κεφάλι. Το απόγευμα έφυγα ζαλισμένος και ήρεμος, με τη σιγουριά πως τα δύσκολα είχαν περάσει, γιατί ήταν ελάχιστες οι φορές που το μυαλό μου ξέφυγε από τους λογαριασμούς και αναπαράστησε τη σκηνή του φαναριού και γιατί η φωνή είχε σιωπήσει εδώ και ώρες. Τελευταία φορά που την είχα ακούσει ήταν γύρω στις έντεκα, όταν πήγα στον οικονομικό διευθυντή για κάτι υπογραφές.
            Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη στιγμή που πλησίασα στο φανάρι. Με έπιασε ένας αδικαιολόγητος εκνευρισμός που μετατράπηκε σχεδόν σε πανικό όταν έτυχε να ανάψει το πορτοκαλί χρώμα. «Καν’ το!» την άκουσα να μου φωνάζει. Ήταν η άγρια διαταγή του στρατηγού προς τον στρατιώτη. Είδα το κόκκινο. Φρενάρισα. Σταμάτησα. Τότε την άκουσα για πρώτη φορά να με βρίζει. «Καν’ το, ρε μαλάκα! Κατ’ το, ρε δειλέ και άχρηστε!» μου φώναξε. Κοίταξα χωρίς να το θέλω το διασταυρούμενο ρεύμα του δρόμου. Είδα τον οδηγό του πρώτου αυτοκινήτου να βάζει ταχύτητα και να ξεκινάει. Ήταν ένας πενηντάρης, φαλακρός, με γυαλιά μυωπίας. Έδειχνε εντελώς άκεφος. Πέρασε από μπροστά μου αργά και χάθηκε. Συνέχισα να κοιτάζω αφηρημένος τα αυτοκίνητα κι έπειτα τον άδειο δρόμο. Ένα αγενέστατο κορνάρισμα με επανέφερε στη δράση. Είχε ανάψει το πράσινο. Στην υπόλοιπη σύντομη διαδρομή δε σταμάτησε τις βρισιές. Στο σπίτι το ίδιο. Είχε καταντήσει σωστός δαίμονας.
            Το βράδυ πετάχτηκα απ’ τον ύπνο φοβισμένος. Είχα δει εφιάλτη κι ο εφιάλτης δεν ήταν άλλο απ’ τη σκηνή στο φανάρι. Είχα περάσει με κόκκινο, είχα δει το σαστισμένο βλέμμα του οδηγού που ξεκινούσε με πράσινο και είχα βάλει τα γέλια. Ένα γέλιο τόσο κακό, αδιάντροπο και κυρίως ξένο που με τρόμαξε και με ξύπνησε. Έμεινα στο κρεβάτι ξύπνιος μέχρι που χτύπησε το ρολόι στις επτά. Στο διάστημα αυτό αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατό μια τόσο σαχλή σκέψη να με έχει επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό. Ήθελα να υποβαθμίσω τα γεγονότα, ‘‘να βάλω τα πράγματα στη θέση τους’’, όπως θυμάμαι ότι σκέφτηκα. ‘‘Προπάντων δεν πρέπει να παραδοθώ στον εκνευρισμό’’ σκέφτηκα ακόμη. Όμως το χύσιμο του καφέ στο πάτωμα λίγα λεπτά αργότερα και αμέσως μετά το πέσιμο μέσα απ’ τα χέρια μου της πετσέτας με την οποία τον είχα σκουπίσει, με παρέδωσαν στον εκνευρισμό άνευ όρων. «Ηλίθιε!» είπα στον εαυτό μου. Σαν ηχώ άκουσα τον δαίμονα να μου φωνάζει με ανείπωτη περιφρόνηση: «Ηλίθιε!»  
            Έφυγα για τη δουλειά χτυπώντας με δύναμη την πόρτα του σπιτιού. Στο αυτοκίνητο χτύπησα την πόρτα του με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη. Ένας περαστικός με κοίταξε νομίζω κουνώντας το κεφάλι. Έτοιμος ήμουν να του πω: «Τρέχει τίποτα;» Συγκρατήθηκα. Πέρασα γενικά μια δύσκολη μέρα, με πονοκέφαλο και αφηρημάδα. Όσο πλησίαζε η ώρα του σχολάσματος, ο εκνευρισμός, που δε με είχε εγκαταλείψει απ’ το πρωί, μεγάλωνε. Ξαφνικά θυμήθηκα έναν εφιάλτη που έβλεπα συχνά όταν ήμουν παιδί. Πήγαινα λέει στο σχολείο, αλλά λίγο πριν φτάσω, όσο κι αν αγωνιζόμουν προσπαθώντας να γλιτώσω, έπεφτα πάντα σ’ έναν γκρεμό. Αυτό το φανάρι, το τελευταίο πριν το σπίτι μου, είχε γίνει γκρεμός και η επιστροφή στο σπίτι εφιάλτης. Στον δρόμο παρακαλούσα να πετύχω καθαρό πράσινο ή καθαρό κόκκινο, να μην πέσω στην πορτοκαλί αμφιβολία. Ως προς αυτό, στάθηκα τυχερός. Είδα από μακριά το κόκκινο χρώμα και ένιωσα ανακούφιση…. Πόσο ηλίθια είναι αυτά που λέω…  Συνεχίζω…
            Όταν σταμάτησα στο φανάρι, πήδηξε από μέσα μου ο δαίμονας με την πρόστυχη φωνή κι άρχισε να φωνάζει στο αφτί μου τις πιο βαριές προσβολές. «Ηλίθιε! Ανίκανε! Γελοίε! Δειλέ! Τιποτένιε! Τιποτένιε! Τιποτένιε!» Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν πως δεν έβρισκα τίποτα για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου απέναντι στην επίθεσή του. Αυτή πιθανολογώ ήταν και η αιτία του φοβερού εκνευρισμού που ένιωθα. Άναψε πράσινο. Τα αυτοκίνητα μπροστά μου ξεκίνησαν ένα ένα. Δίπλα μου, στο πεζοδρόμιο, είδα έναν άντρα με κοστούμι,  με δερμάτινο χαρτοφύλακα στο δεξί του χέρι και μια ανοιχτή εφημερίδα, στην οποία είχε ρίξει τη ματιά του, στο αριστερό. Ταυτόχρονα με το πάτημα του γκαζιού, χωρίς σκέψη, έβγαλα το χέρι μου απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου και του άρπαξα την εφημερίδα. Επιτάχυνα γρήγορα. Στον καθρέφτη είδα το απορημένο, έκπληκτο βλέμμα του άγνωστου άντρα στραμμένο προς τα μένα και χάρηκα βαθιά. Γέλασα δυνατά. Φώναξα: «Ουάου!» Ανάσανα και ξεφύσησα με δύναμη τον αέρα απ’ τα πνευμόνια μου. Ήταν σα να έδιωχνα από μέσα μου τον δαίμονα που με τυραννούσε. Έτσι πίστεψα κείνες τις στιγμές.
            Το πόσο έξω είχα πέσει το κατάλαβα σύντομα. Η κακή διάθεση και ο εκνευρισμός επέστρεψαν λες με το πρώτο βήμα που έκανα στο εσωτερικό του σπιτιού. Την εφημερίδα την είχα παρατήσει στο αυτοκίνητο, στο κάθισμα του συνοδηγού. «Ηλίθιε» είπα στον εαυτό μου, «δεν την ανέβαζες τουλάχιστον να διαβάσεις τίποτα;» Το σκυλί είχε λερώσει στον διάδρομο της κουζίνας και είχε κάνει κομμάτια τις παντόφλες μου που είχα ξεχάσει το πρωί να τις φυλάξω στην παπουτσοθήκη. Προσπαθώντας να φτιάξω φαγητό έχυσα λίγο καυτό νερό στο χέρι μου. Διαολόστειλα Παναγία, Χριστό και όλους τους αγίους. Μου ερχόταν να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. ‘‘Γιατί όλα αυτά;» σκεφτόμουν κάθε που το μυαλό μου καθάριζε λίγο απ’ τον εκνευρισμό. ‘‘Όλα είναι εντάξει» έλεγα, ‘‘Τι σ’ έχει πιάσει, ηλίθιε, και κάνεις έτσι;’’   
            Το επόμενο πρωί ξύπνησα με την απόφαση να δώσω οριστικό τέλος σε αυτή την παρανοϊκή υπόθεση. Κάθισα και έφαγα πρωινό αργά, βούρτσισα τα δόντια μου χαζεύοντας το κουτάβι που έτρεχε, πηδούσε και δάγκωνε ό,τι βρισκόταν στο ύψος του. Έπειτα το κατέβασα για την ανάγκη του. Επιστρέφοντας ντύθηκα προσεχτικά φορώντας καθαρό πουκάμισο και καθαρό παντελόνι. Έφυγα για τη δουλειά. Εκεί όλα κυλούσαν ομαλά στην αρχή. Μέχρι και τις μία η ώρα που με φώναξε ο οικονομικός όλα ήταν καλά. Σε μια συμφωνία λογαριασμού με προμηθευτή που είχε κάνει η Μαργαρίτα, η γραμματέας του, ανακάλυψε πως είχε καταχωρηθεί στην καρτέλα του το τιμολόγιο ενός άλλου προμηθευτή. Θα μπορούσε να έρθει στο γραφείο μου και να μου το πει, να το διορθώσω και να τελειώσει το θέμα. Αλλά προτίμησε να  πάει στον οικονομικό. Αυτός μου είπε πράγματα που τα είχα ξανακούσει παλιότερα. Ότι με είχαν εκεί για να βρίσκω τα λάθη των καταχωρητών και να τα διορθώνω και πως αν περνούσαν κι από μένα δεν υπήρχε λόγος να πιάνω τη θέση και να κοστίζω στην εταιρία σε τόσο δύσκολες εποχές. Γύρισα στο γραφείο μου ξέροντας πως στο μεταξύ η Μαργαρίτα είχε ενημερώσει όλο το λογιστήριο και γνώριζαν ότι είχα φάει κατσάδα. Ίσως επειδή ήμουν αυτός που έβρισκε τα λάθη τους, δε με χώνευαν. Έσκυψα το κεφάλι και δεν το σήκωσα πριν τις πέντε και μισή, ώρα που έκλεισα τον υπολογιστή μου και έφυγα για το σπίτι.
Αυτή τη φορά, στον δρόμο, δεν ευχόμουν να ήταν το φανάρι πράσινο ή κόκκινο. Έλεγα: ‘‘Ας είναι ό,τι θέλει. Δε με νοιάζει τι θα είναι το κωλοφάναρο. Ένα κωλοφάναρο είναι». Η σκηνή του περάσματος με κόκκινο, το πισωγύρισμα του κεφαλιού, η φωνή «Στραβωμάρα ρε! Δε βλέπεις το πράσινο;», κι έπειτα το τρανταχτό γέλιο, εξελίσσονταν μπροστά στα μάτια μου. Δεν έβλεπα τον δρόμο, έβλεπα τη σκηνή του κόκκινου ξανά και ξανά.
Κι έφτασα στο φανάρι. Ήταν πράσινο αλλά είχα αρκετά αυτοκίνητα μπροστά μου. Έγινε πορτοκαλί. Προλάβαινα δεν προλάβαινα. Άκουσα τον δαίμονά μου. «Καν’ το! Καν’ το!» Ο μπροστινός μου πέρασε ίσα-ίσα.  Έγινε κόκκινο. «Καν’ το!» άκουγα, «Καν’ το». Φρενάρισα. «Καν’ το, ρε πούστη! Καν’ το, ρε ξεφτίλα! Καν’ το, ρε ξεφτιλισμένε! Ξεφτιλισμένε!» μου φώναζε. Πάτησα το γκάζι με φόρα. Ο οδηγός του πρώτου αυτοκινήτου στην άλλη κατεύθυνση είχε στο μεταξύ ξεκινήσει. Όταν με είδε φρενάρισε απότομα. Ακούστηκε δυνατά ο ήχος των φρένων. Μα κι έτσι θα έπεφτα πάνω του αν τελευταία στιγμή δεν προλάβαινα να κάνω έναν ελιγμό και να περάσω από μπροστά του. Με έναν δεύτερο ελιγμό έβαλα ξανά το αυτοκίνητο στην ευθεία. Τα είχα καταφέρει καλά. Σαν σε ταινία. Το ένιωσα αυτό. Θέλησα να γυρίσω και να φωνάξω του άλλου: «Στραβωμάρα ρε! Δε βλέπεις το πράσινο;» Πάνω στην κίνηση του κεφαλιού κι ενώ η πρώτη συλλαβή είχε βγει απ’ το στόμα μου, είδα στα δυο μέτρα… λιγότερο κι από δυο μέτρα… στο κέντρο της πορείας μου, τη γυναίκα με το καροτσάκι που διέσχιζε τον δρόμο… Είδα τα γεμάτα τρόμο ορθάνοιχτα μάτια της. Δεν πρόλαβα να  κάνω τίποτα… 
Τα όσα ακολούθησαν δε χρειάζεται να τα πω εγώ. Το μόνο που έχω να δηλώσω είναι ότι ο δαίμονας δεν μου ξαναμίλησε από τότε. Ούτε και πιστεύω πως κατοικεί ακόμη μέσα μου. Το στήθος μου είναι ένα παρατημένο δωμάτιο ξενοδοχείου, όπου ο πρώην ένοικός του άφησε κουβέρτες και στρώματα στο πάτωμα, ανακατεμένα  με ξινισμένα φαγητά και βρώμικα ρούχα.
Από το δικαστήριό σας δεν έχω να ζητήσω άλλο από αυτό που με βεβαιότητα θα μου προσφέρει. Ένα κρεβάτι και ένα πιάτο φαγητό, σε κάποιο από τα φριχτά σας ιδρύματα, για το υπόλοιπο της ζωής μου.