Συλλογή έργων (μυθιστόρημα, διήγημα, θέατρο, ποίηση) του Μπάμπη Ράλλη

Μήδεια








(Τραγωδία σε πέντε σκηνές)

Πρόσωπα:
Ελένη, μητέρα, σαράντα τεσσάρων ετών, δουλεύει σε μπαρ, περιστασιακή πόρνη.
Μήδεια, κόρη της Ελένης και του Πάρη, 24 ετών, καθαρίστρια ορισμένου χρόνου στον δήμο, παχιά και άσχημη, καπνίζει αδιάκοπα.
Ορέστης, γιος της Ελένης και του Μενέλαου, 22 ετών, ναύτης από τα 19.
Ηλέκτρα, κόρη της Ελένης και του Μενέλαου, 20 ετών, με κοντά, ίσια, βαμμένα ξανθά μαλλιά, πωλήτρια, φοράει φανέλα με τυπωμένη ελληνική σημαία.
Ιφιγένεια, κόρη της Ελένης και αγνώστου πατρός, έξι μηνών (κούκλα).
Δύο νεαροί παρουσιαστές, ένας άνδρας, μια γυναίκα (μπορούν να παιχτούν από τους ηθοποιούς που θα ερμηνεύσουν τον Ορέστη και την Ηλέκτρα).


Εισαγωγή

(Ένα δωμάτιο που χρησιμεύει για κουζίνα και τραπεζαρία. Οι τοίχοι άχρωμοι από την υγρασία και τον καπνό πολλών χρόνων. Χαμηλοτάβανο, με έντονη κλίση του ταβανιού. Στη μια άκρη του μια μεγάλη, παλιάς τεχνολογίας τηλεόραση, κλειστή. Κοντά της ένα τραπέζι μακρόστενο που φτάνει σχεδόν μέχρι την άλλη άκρη του δωματίου, εκεί που βρίσκεται η είσοδος και δίπλα στην είσοδο ο νεροχύτης. Πάνω και κάτω από το νεροχύτη υπάρχουν πράσινα ντουλάπια με ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες τα περισσότερα. Στον ένα τοίχο, κατά μήκος του δωματίου, μια ηλεκτρική κουζίνα, ένα ψυγείο, ένα πλυντήριο ρούχων και μια συσκευή θέρμανσης υγραερίου, που είναι σκεπασμένη με ένα πλεκτό ύφασμα του εμπορίου, αχρησιμοποίητη γιατί είναι καλοκαίρι. Πάνω από την τηλεόραση είναι κρεμασμένο ένα φτηνό διαφημιστικό ρολόι. Φωτισμός ημέρας. Το σκηνικό μπορεί να φτιαχτεί και με περισσότερο αφαιρετικό, λιτό τρόπο. Μπαίνει η Μήδεια. Μιλάει μάλλον αργά, προσπαθεί να είναι σοβαρή, σαν παιδί που απαγγέλει ποίημα στο σχολείο)

Μήδεια: Με λένε Μήδεια. Μια δασκάλα στο δημοτικό μού είπε ότι το όνομά μου είναι αρχαίο και πρέπει να είμαι περήφανη που με λένε έτσι. Όταν με έβλεπαν τα παιδιά -ακόμα κι η αδελφή μου η Ηλέκτρα- φώναζαν δυνατά: ‘‘Μύδια! Εδώ τα καλά μύδια!’’ Όμως εγώ είμαι περήφανη για τ’ όνομά μου. (Μικρή σιωπή) Τη γιαγιά μου λέγανε Μήδεια. Γι’ αυτό με βαφτίσανε και μένα Μήδεια. Τον πατέρα μου τον λένε Πάρη και τη μητέρα μου Ελένη. Η Ηλέκτρα και ο αδελφός μου, ο Ορέστης, έχουν άλλο πατέρα, τον Μενέλαο. Έχω κι άλλη μια αδελφή, είναι μωρό ακόμα, Ιφιγένεια τη λένε. (Κάνει να συνεχίσει, μα ξαφνικά της έρχεται να γελάσει. Κλείνει το στόμα της και με τα δυο χέρια. Φεύγει βιαστικά. Αυλαία)  


1η σκηνή (Ελένη)

(Ισχνός φωτισμός δωματίου. Η Μήδεια και η Ηλέκτρα κάθονται στο τραπέζι και κοιτάζουν στην τηλεόραση έναν ποδοσφαιρικό αγώνα και διαφημίσεις. Δίπλα στη Μήδεια που καπνίζει διαρκώς, στην κούνια της, η Ιφιγένεια)

Ηλέκτρα: Έχουν περάσει τρεις μέρες από τον τελικό και ακόμα δεν το πιστεύω πως είμαστε πρωταθλητές Ευρώπης.
Μήδεια: Εγώ ήμουνα σίγουρη ότι θα το παίρναμε.
Ηλέκτρα: Και ‘γω ήμουνα σίγουρη. Να, ρώτα και τον Ορέστη μόλις έρθει. Όταν περάσαμε στον τελικό τον πήρα τηλέφωνο και του είπα ότι θα το παίρναμε σίγουρα.
Μήδεια: Και ‘γω το είπα στη μάνα.
Ηλέκτρα: Και πού ξέρεις εσύ από ποδόσφαιρο, καημένη;
Μήδεια: Ξέρω από ποδόσφαιρο.
Ηλέκτρα: Μήπως ξέρεις κι από μπάσκετ;
Μήδεια: Κι από μπάσκετ ξέρω.
Ηλέκτρα: Σοβαρά; Για πες μου, πόσες φορές έχεις πάει στο γήπεδο;
Μήδεια: Από την τηλεόραση φαίνεται καλύτερα.
Ηλέκτρα: Σαχλαμάρες. Εμένα μ’ έπαιρνε ο Ορέστης μαζί του από δέκα χρονώ.
Μήδεια: Καθόσασταν στο πέταλο, δε βλέπατε καλά.
Ηλέκτρα: Μια χαρά βλέπαμε. Σιγά μη μας πεις εσύ τι κάναμε εμείς.
Μήδεια: Στο πέταλο δεν πηγαίνατε;
Ηλέκτρα: Στο πέταλο, ναι.
Μήδεια: Ε, από ‘κει δε φαίνεται καλά.
Ηλέκτρα: Πώς το ξέρεις;
Μήδεια: Το ξέρω.
Ηλέκτρα (έντονα): Αφού δεν έχεις πάει ποτέ σου στο γήπεδο λέμε!
Μήδεια (πεισματικά): Ναι αλλά το ξέρω.
Ηλέκτρα: Ξεράδια ξέρεις, μαλακισμένη!
Μήδεια: Άντε πηδήξου μωρή!
(Μπαίνει η μητέρα από εσωτερική πόρτα δίπλα στην τηλεόραση. Βαμμένη έντονα, με δερμάτινα, στενά ρούχα. Είναι εκνευρισμένη κι αυτό φαίνεται σε κάθε της κίνηση. Πηγαίνει στο νεροχύτη και κάνει διάφορες μικροδουλειές)
Ελένη: Πάλι τα ίδια αρχίσατε; Πόσες φόρες πρέπει να σας πω ότι δε θέλω να σας ακούω;
Ηλέκτρα: Μήπως μας λες και τίποτ’ άλλο;
Ελένη (Μαλακωμένη): Βγάλτε το σκασμό.
Ηλέκτρα (με κέφι): Αυτό τον σκασμό τον έχουμε βγάλει εκατομμύρια φορές. Ό,τι και να κάνουμε τον σκασμό βγάζουμε στο τέλος.
Ελένη: Έτσι κατάφερα να σας μεγαλώσω χωρίς να τρελαθώ. Μου το ‘χε συμβουλέψει η πρώτη πεθερά μου. Το μόνο καλό που είδα από αυτή τη γρέμπο. (Ξαφνικά εκνευρίζεται και χτυπάει ένα ντουλάπι) Κι αυτά τα κωλοντούλαπα, μια ζωή ξεχαρβαλωμένα. Δεν πάνε στο διάολο…
Μήδεια: Πώς να μην είναι; Αφού μια φορά τα έφτιαξες όλη κι όλη.
Ελένη: Και ξαναχάλασαν αμέσως. Αυτή τη δουλειά θα κάνουμε λοιπόν; (Σιωπή. Ακούγεται ο ποδοσφαιρικός αγώνας. Στην Ηλέκτρα) Τι ώρα θα έρθει ο αδελφός σας;
Ηλέκτρα (Τινάζεται και παίρνει στο χέρι το κινητό της τηλέφωνο): Θα του ξανατηλεφωνήσω. (Καλεί και μιλά στο τηλέφωνο) Ναι;… Ορέστη, με ακούς;… Έλα… με ακούς;… Πού είσαι;… (Με παράπονο) Ακόμα;… Και πότε επιτέλους θα φύγετε από ‘κει;… (Ναζιάρικα) Όχου μωρέ! Αφού θέλω να σε δω απόψε!... Καλά!... Α, πού είσαι, θα σε ξαναπάρω… (Χαμογελάει) Εντάξει. Γειά. (Κλείνει το τηλέφωνο με ονειροπόλο βλέμμα) Το πρωί θα έρθει. Μπορεί και μεσημέρι μου είπε.
Ελένη: Ευτυχώς που του ήρθε η λόξα να μπαρκάρει κι αυτουνού. Μέχρι τα δεκαεννιά δεν είχε κάνει ούτε ένα μεροκάματο.
Ηλέκτρα: Έπαιζε ποδόσφαιρο όμως.
Ελένη: Πού; Απέναντι; Στην αλάνα; Εκεί ξέρω και ‘γω να παίζω.
Ηλέκτρα: Ο Ορέστης είχε ταλέντο. Αν δεν είχε χτυπήσει στο γόνατο θα γινόταν μεγάλος ποδοσφαιριστής.
Ελένη: Ανοησίες. Μόνο τρεχάματα στους γιατρούς είχα μαζί του. Πάλι καλά που δε σακατεύτηκε. (Η ματιά της πέφτει στις γόβες της) Να πάρει! Τι χάλια είναι αυτά; (Κάθεται σε μια καρέκλα. Βγάζει τη μια γόβα της και την καθαρίζει μ’ ένα βρεγμένο πανί που είχε πάρει από το νεροχύτη. Απότομες, νευρικές κινήσεις) Αυτός ο κωλόδρομος δεν έχει ούτε ένα πεζοδρόμιο μέχρι τη στάση. Πάντα έτσι γίνονται οι γόβες μου όταν έχει νερά. (Κουρασμένη) Αϊ σιχτίρ... (Κάνει να σηκωθεί αλλά κοιτάζει το ρολόι της και αλλάζει γνώμη) Νωρίς είναι ακόμα. (Αφήνει να της πέσει το πανί χάμω. Κοιτάζει για λίγο τηλεόραση ξεχασμένη)        
Μήδεια (Με δισταγμό): Μάνα… (Η Ελένη κάνει σα να μην άκουσε. Πιο δυνατά) Μάνα…
Ελένη (Κοιτάζοντας τηλεόραση): Αυτός ο ηλίθιος όλο πέφτει.
Μήδεια (Πιο θαρρετά): Θέλω να έρθω μαζί σου.
Ελένη (Γυρίζει αργά προς τη Μήδεια): Πάλι τα ίδια άρχισες;
Μήδεια: Δε με έχεις πάρει ποτέ μαζί σου.
Ελένη (Μιλά έντονα): Τι να κάνεις μωρή εσύ στο μπαρ; Για διασκέδαση πηγαίνω νομίζεις; Δουλειά είναι.
Μήδεια: Θέλω να έρθω.
Ελένη (Με κανονική φωνή): Σκασμός. Εσύ να προσέχεις τώρα που λήγει η σύμβασή σου μη σε πετάξουν έξω.
Μήδεια: Σκασίλα μου. Σιγά τη δουλειά.
Ελένη: Γιατί, σου πέφτει βαριά; Ένα σκούπισμα κι ένα σφουγγάρισμα όλη τη μέρα. (Μικρή σιωπή) Μόνο εγώ ξέρω πώς σ’ έβαλα σ’ αυτή τη δουλειά. Αν ξαναβγεί ο δήμαρχος μου υποσχέθηκε να σε κάνει μόνιμη. Είναι ένας παλιομαλάκας κι αυτός… Όλοι οι άντρες που γνώρισα ήταν μαλάκες. Αϊ στο διάολο πια…
Μήδεια: Δε μου αρέσει αυτή η δουλειά.
Ελένη: Βρες μόνη σου καλύτερη. Παράτα με ήσυχη. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να μαγειρέψεις. Από το πρωί το ξεπαγώνω το κρέας.
Μήδεια: Θέλω να δουλέψω μαζί σου στο μπαρ.
Ελένη (Ενώ ρίχνει ένα περαστικό βλέμμα στην Ηλέκτρα που κρυφογελάει. Κουρασμένα): Σκασμός, είπα. Βαρέθηκα ν’ ακούω τις βλακείες σας. (Για λίγο ξεχνιέται πάλι στην τηλεόραση)
Μήδεια (Θυμωμένη): Όταν θα γυρίσει ο πατέρας μου θ’ ανοίξει δικό του μπαρ. Θα με πάρει να δουλέψω μαζί του.
Ηλέκτρα (Σκασμένη στα γέλια): Σιγά μην ανοίξει και ξενοδοχείο πέντε αστέρων!
Μήδεια (Κάνει να τη χτυπήσει αλλά δε φτάνει το χέρι της): Μαλακισμένη! Σου είπα να μην ασχολείσαι με τον πατέρα μου.
Ηλέκτρα (Συνεχίζοντας να γελά, με ειρωνεία): Σοβαρός πατέρας!
Ελένη (Χτυπάει το χέρι της στο τραπέζι απότομα, φωνάζει): Σκάστε είπα! Δε θέλω να ξανακούσω ούτε για τον ένα μαλάκα ούτε για τον άλλο.
Ηλέκτρα: Ο πατέρας μου δεν είναι μαλάκας. Είναι διευθυντής.
Μήδεια: Ας μην είχε τον αδελφό του να τον χώσει στο υπουργείο και θα σου ‘λεγα πού θα ‘τανε τώρα.
Ηλέκτρα: Πάντως όχι εκεί που είναι ο δικός σου.
Μήδεια: Ο δικός μου είναι επιχειρηματίας. Είναι άνθρωπος της πιάτσας. Μάγκας!
Ηλέκτρα: Κουρελής είναι!
Μήδεια: Πώς το ξέρεις;
Ηλέκτρα: Εσύ πώς το ξέρεις ότι είναι επιχειρηματίας;
Μήδεια: Το ξέρω.
Ηλέκτρα: Στο ύπνο σου θα το είδες.
Μήδεια (Με πείσμα): Το ξέρω!
Ελένη (Κουρασμένη, μιλάει αργά κοιτάζοντας τηλεόραση): Μακάρι να μην είχε πέσει μπροστά μου ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Κυρίως ο πρώτος. Τι σιχαμάρα αυτές οι αγάπες και τα γλυκόλογα… Και έλα μαζί μου, και θα σε κάνω βασίλισσα, και σκάστο από τους γέρους σου… Κι όταν είδε την κοιλιά φουσκωμένη έγινε λαγός. Ούτε που τον ξαναείδα. Στο διάολο να πάει… Αν δεν έχει πάει κιόλας.
Ηλέκτρα: Ο δικός μου πατέρας δεν εξαφανίστηκε.
Ελένη (Γυρίζοντας προς την Ηλέκτρα): Άλλος παλιοπούστης κι αυτός. Μπα. Αυτός ήταν περισσότερο στραβάδι. (Γελάει) Έναν χρόνο τραβιόμουνα με τον άλλο, γέννα πέρασα, κι αυτός με πήρε για παρθένα, με στεφάνωσε και μου έκανε μαθήματα την πρώτη νύχτα. (Σοβαρεύει απότομα) Ύστερα πάτησε σ’ αυτό για να με παρατήσει και να μου φορτώσει άλλα δυο νιάνιαρα. Μωρέ καλά λέω. Παλιοπούστης κι αυτός. Τουλάχιστον της μικρής δεν ξέρω το μούτρο του. Καλύτερα έτσι. Στο διάολο όλοι τους…
Μήδεια (Με κακία): Από το μπαρ δεν είναι;
Ελένη (Γυρίζει προς το μέρος της αργά και για λίγο την κοιτάζει σιωπηλή. Ήρεμα): Σκάστε. Παρατήστε με.
Ηλέκτρα (Καθώς χτυπάει το τηλέφωνό της και απαντά): Έλα μωρό μου, τι έγινε;… Πώς;… Μεθαύριο; Όχι ρε γαμώτο!... Ποιος είναι αυτός;… Να πάει να πηδηχτεί του είπες;… (Γελάει) Ήμουνα σίγουρη ότι θα του το έλεγες… Καλά… Ναι… Και ‘συ να είσαι φρόνιμος… Άντε γεια… (Αφήνει το τηλέφωνο) Δεν το πιστεύω. Μεθαύριο τελικά θα έρθει. (Θυμωμένη) Ο πλοίαρχος είναι πολύ σκατομαλάκας. Ενώ έχουν τελειώσει όλες τις δουλειές δεν τους αφήνει να φύγουν.
Μήδεια: Για να μην τους αφήνει δε θα τις έχουν τελειώσει.
Ηλέκτρα: Την είπες την εξυπνάδα σου πάλι. Όλα τα ξέρεις εσύ.
Μήδεια: Αποκλείεται να έχουν τελειώσει και να μην τους αφήνει.
Ηλέκτρα (Εκνευρισμένη): Αφού σου λέω δεν τους αφήνει! Τώρα μου το είπε. Τι θέλεις κι ανακατεύεσαι; Φχαριστιέσαι που θ’ αργήσει;
Ελένη (Συνεχίζοντας να παρακολουθεί ποδόσφαιρο): Σκάστε. (Κοιτάζει το ρολόι της) Πάω να φύγω. (Σηκώνεται αργά)
Μήδεια (Με σχεδόν παρακαλεστικό ύφος): Θα με πάρεις;
Ελένη: Όχι. Αφού το ξέρεις τι με ρωτάς.
Μήδεια: Γιατί όχι;
Ελένη (Σα να μην άκουσε): Αν έρθω και δε βρω το φαγητό έτοιμο αλίμονό σου. Θα σε κρεμάσω κακομοίρα.
Μήδεια: Γιατί το λες μόνο σε μένα; Μόνο εγώ είμαι εδώ;
Ελένη (Σα να μην άκουσε): Φεύγω. Παρατήστε με ήσυχη. (Παίρνει την τσάντα της και πηγαίνει προς την πόρτα)
Μήδεια (Με κακία): Ξέρω γιατί δε με παίρνεις… Άκουσες; Ξέρω γιατί δε με παίρνεις μαζί σου. (Η μητέρα βγαίνει και χτυπά με δύναμη την πόρτα. Δυνατά, γυρίζοντας προς την πόρτα) Έχει και κρεβατοκάμαρες το μπαρ. Γι’ αυτό δε με παίρνεις.


2η σκηνή (Ηλέκτρα)

(Η Μήδεια και η Ηλέκτρα αφοσιώνονται στο ποδόσφαιρο. Η Ηλέκτρα αυξάνει λίγο την ένταση του ήχου της τηλεόρασης. Ύστερα από λίγο ακούγεται μια κροτίδα και μετά ακολουθούν κι άλλες)

Ηλέκτρα: Ακούς; Ο Τέλης θα τις πετάει. Όλων των άλλων έχουν τελειώσει.
Μήδεια: Έχει κι ο Λεωνίδας.
Ηλέκτρα: Δεν έχει. Αυτός τις πέταξε όλες το βράδυ του τελικού.
Μήδεια: Αγόρασε καινούργιες. Μου το είπε.
Ηλέκτρα: Θεέ μου! Για φαντάσου το: Είμαστε πρωταθλητές Ευρώπης. Όλους τους έχουμε από κάτω. Ποιος τολμάει να μας κάνει τον μάγκα τώρα; Τα γερμανάκια ή τα γαλλάκια; Ή οι ψευτοφίρμες οι Άγγλοι;
Μήδεια: Πάντα ήμασταν πρώτοι. Μου το ‘χουν πει στο σχολείο.
Ηλέκτρα (Με ενθουσιασμό): Σε κάθε σπίτι πρέπει να υπάρχει κρεμασμένη μια ελληνική σημαία. Πάει τελείωσε. Εγώ τρεις μέρες τώρα πηγαίνω στη δουλειά με αυτό το φανελάκι. (Κοιτάζουν για λίγο τηλεόραση, η Ηλέκτρα με το ένα χέρι κάθετα στο τραπέζι και το κεφάλι στηριγμένο σ’ αυτό. Η Μήδεια γερμένη μπροστά, σε άτσαλη στάση. Πού και πού κουνάει την κούνια δίπλα της χωρίς να κοιτάζει, μηχανικά. Η Ηλέκτρα σηκώνεται ξαφνικά)
Ηλέκτρα: Θα ξανατηλεφωνήσω στον Ορέστη. Μπορεί κάτι να άλλαξε. (Καλεί περπατώντας πάνω - κάτω) Ναι;… Έλα αγαπούλα... Τι;… Όχι. Κανένα νεότερο από σένα;… (Με ενθουσιασμό) Αλήθεια;… Πότε να σε ξαναπάρω;… Εντάξει… Εντάξει αδελφούλη μου... Ναι, άντε γειά. (Κλείνει) Γιούπι!
Μήδεια (Κακόκεφη): Τι έγινε;
Ηλέκτρα: Είπε ότι μπορεί και να έρθει  αύριο. Σε λίγο θα ξέρει σίγουρα.
Μήδεια: Σκασίλα μου πότε θα έρθει.
Ηλέκτρα: Και μένα σκασίλα μου για τη σκασίλα σου. (Η ματιά της πέφτει στο κινητό τηλέφωνο της Μήδειας) Χα, ακόμα αυτή την παλιατσαρία έχεις;
Μήδεια (Πιάνει το τηλέφωνο από το τραπέζι και το κρύβει στην τσέπη της): Δεν είναι παλιατσαρία. Είναι τελευταίας γενιάς.
Ηλέκτρα: Τι λέει! Σκέτη αντίκα είναι.
Μήδεια: Γιατί το δικό σου τι είναι;
Ηλέκτρα: Εμένα είναι πολύ πιο καινούργιο. Και τώρα που θα έρθει ο Ορέστης μού υποσχέθηκε ότι θα μου αγοράσει αυτό με την επαγγελματική φωτογραφική μηχανή.
Μήδεια: Και ‘γω αυτό θ’ αγοράσω.
Ηλέκτρα (Αδιάφορα): Δεν πα’ ν’ αγοράσεις ό,τι θέλεις… (Κάθεται. Κοιτάζουν τηλεόραση για λίγο σιωπηλές. Έπειτα η Ηλέκτρα μιλάει απορροφημένη από τις σκέψεις της, με απορημένο ύφος) Δεν καταλαβαίνω γιατί οι άντρες βλέπουν ποδόσφαιρο.
Μήδεια (Με απορία κι αυτή): Γιατί να μη βλέπουν;
Ηλέκτρα: Να, τι τους ενδιαφέρει τους άντρες; Είναι σα να με ενδιαφέρουν εμένα τα καλλιστεία. Το ποδόσφαιρο είναι για να το βλέπουν οι γυναίκες… Είναι σαν καλλιστεία για γυναίκες. Όλο γεροδεμένοι άντρες, γεμάτοι μυς. Και στάζει ο ιδρώτας από πάνω τους. Πέφτουν, σηκώνονται, τρέχουν… Καμιά φορά πιάνονται και στα χέρια. (Μικρή σιωπή. Κοιτάζουν τηλεόραση) Τίποτα δε μου αρέσει περισσότερο απ’ το ποδόσφαιρο. (Με ενθουσιασμό) Άκου: Προχθές ονειρεύτηκα ότι ήμουν στο γήπεδο. Έπαιζε πάλι η εθνική. Για μια στιγμή κάποιος ξένος έριξε μια στραβοκλωτσιά και η μπάλα πήγε πολύ μακριά. Χάθηκε. Δεν είχαν άλλη και δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. Ξαφνικά με αρπάζει ένας δικός μας, με κάνει στρογγυλή σαν μπάλα και με κλωτσάει στο χορτάρι. Κ’ ύστερα έτρεξαν πολλοί πάνω μου και με κλωτσούσαν σα να ήμουν κανονική μπάλα. (Γελώντας) Δεν πονούσα. Αλλά πήγαινα μόνο όπου ήθελαν οι δικοί μας κι έτσι οι άλλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται. Ένας είπε ότι δεν ήμουν φουσκωμένη καλά. Ο διαιτητής του έδειξε κίτρινη κάρτα και του είπε να συνεχίσει. Ύστερα κερδίσαμε πέναλντι. Α! Πώς το φχαριστήθηκα όταν μπήκα γκολ! Το νούμερο εννιά με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε πολλές φορές στο στόμα.
Μήδεια (Έπειτα από μικρή σιωπή): Στα γήπεδα έχουν πολλές μπάλες. Αποκλείεται να μην είχαν δεύτερη.
Ηλέκτρα (Χωρίς να της δώσει σημασία): Κι άλλη μια φορά, όταν ακόμα έπαιζε ο Ορέστης, ονειρεύτηκα πως με είχαν ντύσει με το ζόρι τερματοφύλακα. Κι όλοι έκαναν σουτ μ’ όση δύναμη είχαν, κι εγώ προσπαθούσα να φυλαχτώ… Αλλά μου άρεσε πολύ… Δεν έφευγα. Μέχρι που στο τέλος με πήρε ο Ορέστης στην αγκαλιά του και με πήρε στα αποδυτήρια. Οι άλλοι φώναζαν. ‘’Θέλουμε να προπονηθούμε’’ έλεγαν, ‘‘φέρε μας τον τερματοφύλακα.’’ ‘‘Δεν είναι τερματοφύλακας’’, τους λέει ο Ορέστης, ‘‘είναι η γκόμενά μου. Και σ’ όποιον δεν αρέσει θα ‘χει να κάνει μαζί μου.’’
Μήδεια (Έπειτα από μικρή σιωπή): Και τι έγινε;
Ηλέκτρα: Τι θες να έγινε;
Μήδεια: Τι έγινε στα αποδυτήρια;
Ηλέκτρα: Δε σου λέω. Είναι ακατάλληλο για ανηλίκους.
Μήδεια: Τίποτα δεν έγινε. Γι’ αυτό δε μου λες.
Ηλέκτρα: Μπα! Τώρα ξέρεις και τι γίνεται στα όνειρά μου;
Μήδεια: Δεν έγινε τίποτα, το ξέρω.
Ηλέκτρα (Με αδιαφορία): Είσαι ηλίθια. Μήπως και να σου ‘λεγα τι θα καταλάβαινες; Αφού δεν ξέρεις πώς γίνεται.
Μήδεια (Διστακτικά): Ξέρω.
Ηλέκτρα: Από την τηλεόραση; Δεν μπορείς να καταλάβεις από την τηλεόραση.
Μήδεια (Ακόμα πιο διστακτικά, σχεδόν από μέσα της): Μπορώ…
Ηλέκτρα (Σηκώνεται και πηγαίνει πέρα - δώθε): Ωχ, καημένη Μήδεια. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Κείνη τη στιγμή δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα. Σα να σε έχουν δεμένη είναι. (Μικρή σιωπή) Θυμάμαι τον Αχιλλέα. Για να πάμε στο δωμάτιό του είχαμε πηδήσει τα κάγκελα της πίσω αυλής. Οι γονείς του δεν πήραν χαμπάρι. (Χαμογελάει) Αντί να με γδύσει αυτός τον έγδυσα εγώ.
Μήδεια: Τελείως;
Ηλέκτρα (Γυρίζει το κεφάλι προς το μέρος της): Αμ τι; Μισή δουλειά θα έκανα;
Μήδεια (Ύστερα από μικρή σιωπή): Και μετά;
Ηλέκτρα: Τι μετά; Δεν ξέρεις από την τηλεόραση τι γίνεται μετά;
Μήδεια: Εσείς τι κάνατε;
Ηλέκτρα: Θα μου αγοράσεις καινούργια κάρτα για το κινητό;
Μήδεια: Δεν έχω λεφτά.
Ηλέκτρα: Τότε δε σου λέω. Άσε που ξέρω ότι έχεις.
Μήδεια: Δεν έχω.
Ηλέκτρα: Τότε δε θ’ ακούσεις τίποτα.
Μήδεια (Ενώ η Ηλέκτρα περπατά μπροστά από την τηλεόραση, φωνάζει νευριασμένη): Φύγε από ‘κει! Θέλω να δω το παιχνίδι.
Ηλέκτρα (Σε έντονο ύφος): Αφού είναι επανάληψη, τι σε νοιάζει;
Μήδεια: Με νοιάζει. Φύγε!
Ηλέκτρα (Κάνοντας στην άκρη αργά): Πάω στοίχημα πως δεν ήξερες ότι είναι επανάληψη.
Μήδεια: Το ήξερα. (Η Ηλέκτρα κάθεται. Μικρή σιωπή)
Ηλέκτρα: Και δε μου λες, πόσες διευθύνσεις μπορεί να κρατήσει στη μνήμη του το κινητό σου;
Μήδεια: Πολλές.
Ηλέκτρα: Πόσες; Δεν ξέρεις;
Μήδεια: Να μη σε νοιάζει.
Ηλέκτρα: Σιγά μη με νοιάζει… (Μικρή σιωπή. Έπειτα πάνε να μιλήσουν και οι δύο μαζί) Τι;
Μήδεια: Τίποτα. (Σιωπή) Εγώ ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω. Πώς ζούσαν οι άνθρωποι παλιά χωρίς τηλεόραση και κινητό; Τι έκαναν όλη μέρα;
Ηλέκτρα: Μα γι’ αυτό κοιμόντουσαν με τις κότες.
Μήδεια: Είμαστε πολύ τυχερές που δε γεννηθήκαμε πριν από εκατό χρόνια. Για σκέψου να μην είχαμε τηλεόραση…
Ηλέκτρα: Σαχλαμάρες. Γιατί να το σκεφτώ; Αφού έχουμε. Εμένα μ’ ενδιαφέρει πότε θα έρθει ο αδελφούλης μου. (Πιάνει με ενθουσιασμό το κινητό της. Καλεί) Ναι;… Ορέστη μου… Έλα, μ’ ακούς;… Μήπως άλλαξε τίποτα;… Ώχου, μωρέ, εγώ θέλω να έρθεις τώρα… Ναι, όλο υπομονή. Κάνω και τίποτ’ άλλο τόσους μήνες;… Καλέ για ποιους γάιδαρους και ουρές μού λες; Τι μ’ ενδιαφέρουν εμένα οι γάιδαροι; Εγώ τον αδελφούλη μου θέλω… Καλά… Σύμφωνοι, αύριο… Θα πάμε, ναι… Γεια σου. Α, πού είσαι, θα ξαναπάρω, να το ξέρεις… Εντάξει, άντε γεια. (Γυρίζει το κεφάλι προς την τηλεόραση, αλλά ξαφνικά σηκώνεται και πηγαίνει πέρα - δώθε) Ουφ, βαρέθηκα. Άντε να περάσει η ώρα, να πάω να πάρω την Αθηνά απ’ τη δουλειά της,  να πάμε στο εξτρίμ.
Μήδεια: Πουθενά δε θα πας. Θα καθίσεις να μαγειρέψεις και να ταΐσεις την Ιφιγένεια.
Ηλέκτρα: Τρελάθηκες; Η μάνα είπε σε σένα να μαγειρέψεις.
Μήδεια: Όλο εγώ μαγειρεύω. Να μαγειρέψεις εσύ σήμερα.
Ηλέκτρα: Εγώ έχω ραντεβού με την Αθηνά στις δέκα. Θα είναι και δυο φίλοι της.
Μήδεια: Και ‘γω έχω ραντεβού.
Ηλέκτρα: Ψέματα. Κανένα ραντεβού δεν έχεις.
Μήδεια: Έχω!
Ηλέκτρα: Σιγά μην έχεις! Από κακία το λες για να χάσω τη βόλτα μου. Μωρέ δεν πα’ να λες! Δεκάρα δε δίνω για τις βλακείες σου. Η μάνα σε σένα το είπε. Κι αν δε μαγειρέψεις, εσύ θα τ’ ακούσεις, όχι εγώ.
Μήδεια (Με θάρρος και δισταγμό μαζί): Δε θα μαγειρέψω. (Η Ηλέκτρα περπατά δήθεν αφηρημένη μπροστά στην τηλεόραση) Φύγε από μπροστά! (Η Ηλέκτρα αδιαφορεί) Δεν ακούς τι σου λέω; Θα σου σπάσω το κεφάλι!
Ηλέκτρα (Κάνει στην άκρη αργά. Ειρωνικά): Τώρα με τρόμαξες!
Μήδεια: Όχι πολλά μαζί μου.  Εγώ είμαι κόρη του Πάρη, όχι του μαλάκα του Μενέλαου. (Η Ηλέκτρα κάθεται. Σιωπή)
Ηλέκτρα: Ξέρεις ποιος είναι ο ένας απ’ τους δυο φίλους της Αθηνάς;
Μήδεια: Τι με νοιάζει;…
Ηλέκτρα: Ο Περικλής. (Μικρή σιωπή)
Μήδεια: Γιατί μου το λες;
Ηλέκτρα: Ξέρεις, είναι αυτός που το ‘κανα μαζί του στο σχολείο, όταν είχαμε κατάληψη. Σου ‘χω πει, δε σου ‘χω πει;
Μήδεια (Με ενδιαφέρον): Δε θυμάμαι.
Ηλέκτρα: Είχε μεγάλη πλάκα. Είχαμε κλειστεί σε μια τάξη κι απ’ τα παράθυρα μας έκαναν μπανιστήρι. Μετά, όταν άνοιξα την πόρτα για να ‘βγω, έγινα μούσκεμα. Είχαν κρεμάσει τα κωλόπαιδα ένα κουβά γεμάτο νερό και μ’ ένα σχοινί τον είχαν δέσει από την μπετούγια. Κι όλοι τους είχαν βάλει καρέκλες και θρανία και κάθονταν απ’ έξω περιμένοντας πότε θ’ ανοίξω για να γίνω λούτσα. Έβαλαν όλοι τα γέλια. Ου, πολλές τέτοιες πλάκες κάναμε στο σχολείο… Έχασες που δεν ήρθες στο λύκειο. (Σιωπή) Και ‘συ, καημένη, αφού μπορούσες με κείνο τον Κλεόβουλο να κάνεις τη δουλειά σου.  (Ξέροντας ότι η αδελφή της δεν μπορούσε) Όταν τον έφτυσα εγώ ήταν έτοιμος να την πέσει σε σένα.
Μήδεια (Ξέροντας κι αυτή ότι δεν μπορούσε): Ναι, φυσικά μπορούσα.
Ηλέκτρα: Και γιατί δεν του έκατσες;
Μήδεια: Έτσι, δε μου άρεσε.
Ηλέκτρα: Δε λέω, δεν άξιζε. Ήταν σπυριάρης και γυαλάκιας. Και μια φορά τον είδα που έφαγε ξύλο από τον Άρη. Λίγο έξω από το σχολείο. Ούτε το χέρι του δεν πρόλαβε να σηκώσει. Μαμμόθρεφτος.
Μήδεια: Γι’ αυτό δε μου άρεσε.
Ηλέκτρα (Με γλυκιά φωνή, μετά από μικρή σιωπή): Μπα, ούτε αυτός θα σε ήθελε…      
Μήδεια (Διστακτικά): Αυτός με ήθελε.
Ηλέκτρα (Χαμογελώντας): Μπορεί. (Μετά από μικρή σιωπή, κάνοντας μια κίνηση με την οποία κάθεται στην καρέκλα της πιο αναπαυτικά) Θ’ ανάψω και ‘γω ένα τσιγαράκι. (Ανάβει τσιγάρο, ρουφάει, και κοιτάζει την αδελφή της που επίσης κρατάει τσιγάρο) Εσύ αδελφούλα μου καπνίζεις σαν φουγάρο. Και αγοράζεις τα βαριά…
Μήδεια: Πάντα αυτά κάπνιζα. Αυτά μου αρέσουνε.
Ηλέκτρα: Ναι, αλλά τώρα δεν είναι στη μόδα. Όλες οι γυναίκες καπνίζουν λάιτ. Μέχρι και η μάνα άλλαξε μάρκα.
Μήδεια: Εγώ δεν αλλάζω εύκολα συνήθειες. Μ’ αρέσει να ‘μαι σταθερή.
Ηλέκτρα: Κουταμάρες. Έχεις γίνει εξαρτημένη και δεν μπορείς ν’ αλλάξεις. Πάμε στοίχημα ότι ακόμα και να το θέλεις δεν μπορείς;
Μήδεια: Μπορώ.
Ηλέκτρα (Σα να μην άκουσε): Εγώ δε θ’ άντεχα να είμαι έτσι εξαρτημένη. Μου αρέσει να είμαι ‘λεύτερη. Τι νομίζεις, ότι κάπνισα με το ζόρι; Επειδή καπνίζανε οι άλλοι;  Κανείς δε μου είπε να καπνίσω. Έτσι μου άρεσε. Έτσι είμαι εγώ. Αν θέλω κάτι θα το κάνω οπωσδήποτε. Όσο δύσκολο κι αν είναι. Κι αν πάλι δε θέλω δε θα το κάνω, ό,τι και να μου πουν. Και τώρα, άμα γουστάρω, μπορώ να σταματήσω το κάπνισμα.
Μήδεια: Ο γκόμενός σου σ’ έβαλε να καπνίσεις.
Ηλέκτρα: Δεν ξέρεις τι λες.
Μήδεια: Εσύ μου το έχεις πει.
Ηλέκτρα: Σου είπα ότι μου έδωσε τσιγάρο επειδή του το ζήτησα. Αλλά πού να καταλάβεις εσύ τι σου λένε…
Μήδεια (Με πείσμα): Έτσι μου είπες.
Ηλέκτρα: Καλά, το ήξερα ότι δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε εμείς οι δύο. Τι κάθομαι και μιλάω μαζί σου; Χάνω τον χρόνο μου. (Σιωπή, παρακολουθούν τηλεόραση. Έπειτα πάνε να μιλήσουν και οι δύο μαζί) Τι είναι;
Μήδεια: Τίποτα.
Ηλέκτρα: Τι ήθελες να πεις;
Μήδεια: Τίποτα. (Σιωπή)
Ηλέκτρα: Το δικό μου κινητό μπαίνει και στο ίντερνετ. (Περιμένει να της απαντήσει η Μήδεια, αλλά αυτή δε μιλάει) Όχι σαν τη δική σου τη σακαράκα. Και στο πρόγραμμα που έχω μπει μπορώ να μιλάω μέχρι και με τρεις κολλητούς μου τσάμπα.
Μήδεια: Και ‘γω μιλάω τσάμπα.
Ηλέκτρα: Ναι, αλλά μόνο με έναν.
Μήδεια: Το δικό μου έχει σήμα σε όλη την Ελλάδα.
Ηλέκτρα: Τι να το κάνω αυτό; Εγώ μένω στην Αθήνα. Κι όλοι οι φίλοι μου στην Αθήνα μένουνε.
Μήδεια: Μπορεί κάποτε να θέλεις να τηλεφωνήσεις σε έναν στο Καστελόριζο.
Ηλέκτρα: Αποκλείεται. Εμένα όλοι οι φίλοι μου είναι Αθηναίοι.
Μήδεια: Ναι, αλλά μπορεί κάποτε να πας στο Καστελόριζο.
Ηλέκτρα: Δε με παρατάς με το Καστελόριζο… Εγώ μια χαρά είμαι με το κινητό μου. (Σιωπή)
Μήδεια: Πού μου είπες τις προάλλες ότι πήγε η Ζωή;
Ηλέκτρα: Ποια Ζωή;
Μήδεια: Η ξαδέλφη μας. Δε θυμάσαι;
Ηλέκτρα: Α, ναι, θυμάμαι.
Μήδεια: Πού πήγε;
Ηλέκτρα: Δε θυμάμαι. Κάπου πολύ μακριά.
Μήδεια: Πόσα χρόνια λείπει;
Ηλέκτρα: Δεν ξέρω. Από πάντα. Δε θυμάμαι καθόλου πώς ήταν.
Μήδεια: Ούτε εγώ θυμάμαι. (Μεγάλη σιωπή) Το δικό μου κινητό κάνει και εκτροπή κλήσης.
Ηλέκτρα (Γελώντας απότομα):  Ω, τι ηλίθια! Αυτό το κάνουν όλα τα κινητά.
Μήδεια: Το δικό σου δεν το κάνει.
Ηλέκτρα: Είσαι πολύ ηλίθια τελικά. Τώρα θα στο δείξω. (Πιάνει το κινητό της)
Μήδεια: Δε θα δω τίποτα.
Ηλέκτρα: Γιατί ξέρεις ότι θα βγεις ψεύτρα.
Μήδεια: Τίποτα δε θα δω. Δε με νοιάζει τι κάνει το κινητό σου. Με νοιάζει που το δικό μου είναι πολύ καλό.
Ηλέκτρα (Σηκώνεται και πηγαίνει πέρα - δώθε): Βαρέθηκα ν’ ακούω τις βλακείες σου. Δε φτάνει που είσαι άσχετη από τεχνολογία, θέλεις να μου κάνεις και την έξυπνη. (Σιωπή, ενώ η Ηλέκτρα συνεχίζει να πηγαίνει πέρα - δώθε)
Μήδεια: Η Αντιγόνη στη δουλειά μού είπε ότι είναι καλό το κινητό μου.
Ηλέκτρα: Ό,τι ξέρεις εσύ ξέρει κι αυτή, γι’ αυτό σου το είπε. (Σιωπή)
Μήδεια: Πάλι έγκυος είναι.
Ηλέκτρα: Ποια;
Μήδεια: Αυτή, η Αντιγόνη.
Ηλέκτρα (Γουρλώνοντας τα μάτια): Και τρίτο;
Μήδεια (Γελώντας): Χτες την ξυλοφόρτωσε πάλι ο δικός της. Θα του το είπε φαίνεται. Ήρθε στη δουλειά γεμάτη σημάδια. Από ξύλο ήταν, σίγουρα.
Ηλέκτρα (Γελώντας κι αυτή): Τον κακομοίρη. Να ‘χει τρία παιδιά και να μην είναι κανένα δικό του. Αυτό θα πει κερατάς. Και δε μου λες, με τον συνέταιρό του κι αυτό;
Μήδεια: Έτσι φαίνεται. Αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρη μ’ αυτή τη λυσσάρα. Εδώ την πέφτει σ’ αυτούς που έρχονται να βγάλουν πιστοποιητικό. Μια φορά -το είδα με τα μάτια μου!- έδωσε σε κάποιον μαζί με τα χαρτιά του κι ένα χαρτί με το κινητό της.
Ηλέκτρα: Και να πεις ότι είναι όμορφη. Σαν σκύλα είναι. Έτσι όπως έχει φτιάξει τα μαλλιά της τώρα είναι σαν αυτά τα μικρά σκυλιά που γαβγίζουν συνέχεια.
Μήδεια: Αρέσανε στον συνέταιρο, γι’ αυτό τα έκανε έτσι. Την ίδια μέρα που ήρθε στη δουλειά με την καινούργια κόμμωση ήταν πρησμένη απ’ το ξύλο πάλι. Το ‘χε καταλάβει ο άντρας της. (Μικρή σιωπή) Γιατί η άλλη;
Ηλέκτρα: Ποια;
Μήδεια: Η βλαμένη η Αφροδίτη.
Ηλέκτρα: Τι, έγκυος κι αυτή;
Μήδεια: Όχι ρε, απλά πηδιέται με τον ταμία, τον πιτσιρικά. Αλλά είναι πιο έξυπνη. Τις προάλλες, που έλειπε απ’ το γραφείο της, άνοιξα από περιέργεια τα συρτάρια της. Δυο κουτιά προφυλακτικά είχε μέσα. Και βάζω στοίχημα ότι ο άντρας της δεν την έχει πάρει χαμπάρι.
Ηλέκτρα: Είναι μια μουλωχτή αυτή… Άσε που είναι και λεσβία. Όταν ήρθα να σε πάρω κείνη τη μέρα με τη βροχή μου έπιασε την κουβέντα. Και τι ωραία τα μαλλάκια σου, και τι ωραίο το μίνι σου… Τα ξέρω εγώ αυτά. Δεν τα ‘χω για τα μούτρα σου πήγα να της πω. Για τον γκόμενό μου τα ‘χω.
Μήδεια: Παλιά τα είχε ρίξει και στον δήμαρχο. Όχι σ’ αυτόν. Τον προηγούμενο.
Ηλέκτρα: Αφού τότε δεν ήσουν στον δήμο, πώς το ξέρεις;
Μήδεια: Το λένε όλοι. Όλοι το ξέρουνε.
Ηλέκτρα: Μα ήταν γέρος εκείνος.
Μήδεια: Δεν την ένοιαζε. Ρουσφέτι ήθελε. Τι νομίζεις, τις πουτάνες τις νοιάζει; Όλες τους έτσι είναι. Κι άμα εσύ είσαι εντάξει, αρχίζουν και σε θάβουν πίσω απ’ την πλάτη σου. Να, επειδή εγώ τόσο καιρό δεν τους έχω δώσει δικαίωμα, όλο παράπονα είναι όλες τους. Η μια με φωνάζει την ώρα που περνάει ο αντιδήμαρχος για να μου πει ότι δε σφουγγάρισα καλά. Η άλλη έκανε παράπονα στον υπεύθυνο καθαριότητας ότι δεν άδειασα το καλάθι της. Τι να σου αδειάσω μωρή βλαμένη; Σάμπως δουλεύεις για να έχεις σκουπίδια; Δεν το ‘χα δει νομίζεις το καλάθι σου; Ένα χαλασμένο κραγιόνι είχε μόνο. Όλες οι μαλακισμένες και οι μαλακισμένοι σ’ αυτό τον δήμο έχουν χωθεί.
Ηλέκτρα: Ναι, αλλά η Καλλιόπη είναι φίλη σου.
Μήδεια: Μμ, ωραία φίλη. Μια φορά της είπα και ‘γω ν’ αλλάξουμε βάρδια και κατέβασε τα μούτρα της. Δεν μπορώ, μου λέει, πρέπει να πάρω τον γιο μου από το σχολείο. Λες και δεν τον έχω δει τόσες φορές τον γιο της να γυρίζει μόνος του. Ολόκληρο γομάρι έχει γίνει. Αλλά ποιος ξέρει με ποιον τον έκανε κι αυτή η πουτάνα. Τι δηλαδή, επειδή πηγαίνουμε καμιά φορά στο φασφουτάδικο είμαστε και κολλητές; (Σιωπή)
Ηλέκτρα: Εμένα μου αρέσει εκείνος ο σύμβουλος που κάθεται στον δεύτερο όροφο, απέναντι από το γραφείο του αντιδήμαρχου. Ξέρεις, αυτός που φοράει όλο κουστούμια.
Μήδεια: Ναι, καλός καραγκιόζης κι αυτός. Όλο επίδειξη είναι.
Ηλέκτρα: Μπορεί, αλλά είναι γλυκούλης. Τον είχα πετύχει στο σινεμά πέρσι το καλοκαίρι, στην ίδια σειρά καθόμασταν. Είχα σηκώσει το φουστάνι μέχρι την κιλότα. (Γελάει)  Αυτός έκανε πως δεν κοιτούσε. Είχε ιδρώσει όμως κι απ’ τα λοξοκοιτάγματα του είχαν βγει τα μάτια έξω. Πάνω που πήγε να μου πιάσει την κουβέντα άρχισε η ταινία. Εγώ όλο άλλαζα πόδι κι αυτός όλο σκούπιζε τον ιδρώτα του. (Σιωπή. Η Ηλέκτρα κάθεται στην καρέκλα της θριαμβευτικά) Αλήθεια, βρε αδελφούλα μου, πώς γίνεται και δεν είχες ποτέ σου γκόμενο;
Μήδεια (Απαντά αμέσως): Είχα γκόμενο.
Ηλέκτρα: Έλα τώρα, αφού ξέρω ότι δεν είχες.
Μήδεια (Διστακτικά): Είχα.
Ηλέκτρα: Ποιον;
Μήδεια: Δεν τον ξέρεις.
Ηλέκτρα: Φυσικά και δεν τον ξέρω. Αφού δεν είναι κανείς.
Μήδεια: Είναι κάποιος.
Ηλέκτρα: Μήπως εννοείς κάποιος που είδες στον ύπνο σου;
Μήδεια: Δεν τον είδα στο ύπνο μου. Είναι αληθινός.
Ηλέκτρα: Πού τον γνώρισες;
Μήδεια: Κάπου.
Ηλέκτρα: Πού;
Μήδεια: Δε σου λέω.
Ηλέκτρα: Κατάλαβα. Δεν είχες ποτέ σου γκόμενο.
Μήδεια (Με πείσμα και διστακτικότητα μαζί): Είχα.
Ηλέκτρα (Σα να μην άκουσε): Εγώ ποτέ δεν είχα τέτοιο πρόβλημα. Τι λέω; Εγώ είχα το αντίθετο πρόβλημα. Δεν τους προλάβαινα τόσοι πολλοί που μου την έπεφταν. Από το δημοτικό ακόμα. Στο γυμνάσιο και στο λύκειο πια άλλαζα κάθε μήνα. Για να μη σου πω κάθε βδομάδα. (Μικρή σιωπή) Να, και στο μαγαζί που δουλεύω τώρα μου την έπεσε το αφεντικό.
Μήδεια: Είναι όμορφος;
Ηλέκτρα: Μπα. Καραφλούλης, με αστείο λεπτό μουστάκι και με μικρή κοιλίτσα. Για να μην πούμε και για τα χρονάκια του. Του έριξα χυλόπιτα, κανονικά. Από τότε μου το παίζει στοργικός πατέρας. Η άλλη πωλήτρια, η Άρτεμη, του κάνει τα γλυκά μάτια. Δουλεύει χρόνια εκεί. (Τις τελευταίες λέξεις τις προφέρει βαρετά. Σιωπή. Έπειτα πάνε να μιλήσουν και οι δύο μαζί) Τι;
Μήδεια: Τίποτα.
Ηλέκτρα: Πώς τίποτα; Αφού κάτι πήγες να πεις.
Μήδεια: Και ‘συ πήγες κάτι να πεις.
Ηλέκτρα (Βαρετά): Και ‘γω, τίποτα. (Σιωπή. Ανακτώντας ξαφνικά τη χαμένη της όρεξη) Σου έχω πει για το παιχνίδι που παίζουμε με την Άρτεμη; (Χωρίς να περιμένει απάντηση) Άκου: Καθόμαστε η μία στη μια άκρη της εισόδου και η άλλη στην άλλη, και όποιος άντρας περνάει στον δρόμο τον βαθμολογούμε. Άμα είναι κανένας απαίσιος σχηματίζουμε κι οι δυο με τα δάχτυλα το μηδέν και βάζουμε τα γέλια. Στην αρχή ο περιπτεράς που είναι απέναντί μας κοίταζε παράξενα και κουνούσε το κεφάλι του. Τώρα δε δίνει σημασία. Και πού να ‘ξερε ότι ο πρώτος που πήρε κουλούρα ήταν αυτός. Του γιου του που έρχεται καμιά φορά εγώ του έβαλα τρία. Η Άρτεμη το παίζει πιο αυστηρή, τον βαθμολόγησε με δύο. Αλλά περνάνε και κόμματοι. Μια μέρα βαθμολόγησα δεκαεφτά περαστικούς με πέντε, που είναι το άριστα. Ένας μπήκε και στο μαγαζί. Η λυσσάρα η Άρτεμη, παρόλο που του είχε βάλει τέσσερα, έτρεξε και μου τον πήγε μέσα απ’ τα χέρια. Τι κατάλαβε; Όχι μόνο δεν κατάφερε να τον ρίξει, αλλά ούτε να του πουλήσει κανένα παντελόνι δεν ήταν άξια. Ύστερα σου λέει το αφεντικό η Άρτεμη είναι καλή πωλήτρια. «Να φέρεσαι στους πελάτες όπως η Άρτεμη» μου είπε μια μέρα. «Να τους φέρομαι όπως η Άρτεμη την ώρα που είστε μπροστά της ή όπως όταν λείπετε;» του λέω. «Τι θες να πεις;» μου λέει. «Εγώ; Τίποτα» του λέω, «Νόμιζα ότι ξέρατε πως όταν λείπετε η Άρτεμη τσακώνεται με τους μισούς πελάτες. Τι, δεν το ξέρατε;» του κάνω. Έτσι για να μάθει η παλιοβρόμα να μη μου παίρνει όλους τους γκόμενους και όταν μπαίνουν πουρά να μου λέει συνέχεια πήγαινε εσύ. Άσε που και στο σφουγγάρισμα με ρίχνει πάλι. Το παίζει παλιά βλέπεις. Μην κοιτάς που εγώ δεν κρατάω κακία και βγαίνω μαζί της όποτε μου το ζητάει. Κι όχι μόνο αυτό` της έχω γνωρίσει κι όλους τους φίλους μου. Κι αν τα φτιάξει με κανέναν,  χαλάλι της. Τι με νοιάζει εμένα; Της άρεσε πολύ ένας φίλος του Ορέστη και με παρακάλεσε να της φτιάξω κατάσταση. Αλλά αυτός ούτε ν’ ακούσει δεν ήθελε. Ε, τι φταίω εγώ που είναι ασχημομούρα και της κρέμονται οι κοιλιές απ’ το παντελόνι;  Ας αδυνατήσει λίγο. «Δε με βοήθησες» μου είπε. Κατάλαβες; Είχε και παράπονο. Σα να ήμουν υποχρεωμένη. Και γιατί να μην τον κρατήσω για πάρτη μου;  Όχι σε ρωτάω, αδελφούλα, γιατί να μην τον κρατήσω για πάρτη μου;
Μήδεια: Εγώ θα τον κρατούσα για πάρτη μου.
Ηλέκτρα: Όταν το αφεντικό έλειπε στην Αγγλία, ερχόταν κάθε μέρα δέκα η ώρα στη δουλειά η κυρία. Εγώ να ανοίξω, εγώ να σκουπίσω, εγώ να σφουγγαρίσω, εγώ να κατεβάσω τις τέντες, εγώ να βγάλω τα ρούχα στο πεζοδρόμιο, όλα εγώ. Και σα να μην έφτανε που είχα τη σκασίλα μου, όλοι οι ανάποδοι εκείνες τις ώρες βρίσκανε να έρθουνε. Να, ένας ήρθε ν’ αλλάξει για δεύτερη φορά ένα τζιν. Μόλις τον είδα μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Μου είχε βγάλει την πίστη και στην πώληση και στην πρώτη αλλαγή. «Τιι θέλετε;» του λέω. «Σας παρακαλώ, δεσποινίς μου» μου λέει, «τι ύφος είναι αυτό;» «Αυτό έχω» του λέω, «Αν δε σας αρέσει μπορείτε να φύγετε». «Μπα, έτσι κάνετε εσείς;» λέει, «Άμα πουλήσετε τη σαβούρα σας μετά δε θέλετε να μας ξέρετε;» «Δεε βρίσκω τον λόγο που θα πρέπει να σας ξέρω» του λέω, «Και επιπλέον έχω πολύ δουλειά. Αφήστε με στην ησυχία μου». «Μη μου κάνεις εμένα τη ζόρικη» μου λέει. «Ό,τι θέλω θα κάνω» του λέω, «Λογαριασμό θα σου δώσω;» Άρχισε να γκαρίζει αυτός. «Είμαι πελάτης σου και οφείλεις να με σέβεσαι ανάγωγο πλάσμα» μου λέει, «Οι γονείς σου δε σε μάθανε τι θα πει ευγένεια;» «Βρε δεν πας πρωί πρωί εκεί που ξέρεις» του λέω. «Δε θα πάω πουθενά αν δε μου αλλάξεις το παντελόνι» λέει. «Βρε μπελά που βρήκα» λέω. «Άκουσε να δεις» του λέω, «εμείς παντελόνι δεύτερη φορά δεν αλλάζουμε». «Τι πάει να πει δεν αλλάζετε;» λέει. «Ρε άνθρωπέ μου» λέω, «ελληνικά μιλάω. Δεν αλλάζουμε! Δεν καταλαβαίνεις ελληνικά; Αλβανός είσαι;» «Εγώ Αλβανός;» λέει. «Εμένα με λένε Αγησίλαο!» Λες κ’ είχα καμιά σκοτούρα να μάθω πώς τον λένε. «Δε μου λες ρε παλιοθήλυκο» λέει, «από καμιά Ουκρανία μας ήρθες; Καμιά πεινασμένη είσαι;» «Ρε άντε χάσου από ‘κει» του λέω. «Όχι, θέλω να μου αλλάξεις το παντελόνι» λέει. «Δε θα στο αλλάξω που να χτυπιέσαι» του λέω. «Θέλω να δω τον υπεύθυνο» λέει. «Εεγώ είμαι η υπεύθυνη!» του λέω. Μόκο ο τύπος. Έβαλε την ουρά στα σκέλια κι εξαφανίστηκε. «Θα καλέσω την αστυνομία!» φώναζε. «Κάλεσε και τον Ερυθρό Σταυρό» του λέω. Κατάλαβες δηλαδή; Μπαα! (Η Ηλέκτρα σηκώνεται και περπατάει πέρα - δώθε με έντονες κινήσεις. Στέκεται δίπλα στην κούνια της Ιφιγένειας) Σαν πολύ βαρύ ύπνο δεν κάνει αυτή;
Μήδεια (Ρίχνοντας μια ματιά στην κούνια): Δεν την ξέρεις; Όλη τη μέρα κοιμάται και όλο το βράδυ κλαψουρίζει.  
Ηλέκτρα (Γελώντας) Έμοιασε στη μάνα της. Να δεις που κι αυτή σε μπαρ θα δουλέψει. Και θα ξυπνάει στις πέντε το απόγεμα. (Σιωπή. Η Ηλέκτρα περπατά για λίγο. Το βλέμμα της στέκεται στο νεροχύτη με το ξεπαγωμένο κρέας) Και δε μου λες, πότε σκοπεύεις να μαγειρέψεις; Αν έρθει η μάνα και βρει το κρέας στη θέση που το άφησε, θα σου ξεριζώσει το μαλλί καημένη.
Μήδεια: Να μαγειρέψεις εσύ. Όλο εγώ μαγειρεύω.
Ηλέκτρα (Ξεφυσώντας): Πάλι τα ίδια αρχίσαμε. Αφού σου είπα ότι εγώ θα βγω με την Αθηνά.
Μήδεια: Και ‘γω θα ‘βγω.
Ηλέκτρα (Γυρίζει απότομα προς τη Μήδεια και φωνάζει): Με ποιον;
Μήδεια: Με κάποιον.
Ηλέκτρα: Θα σου πω εγώ με ποιον θα βγεις. Με τον Κανένα.
Μήδεια (Με πείσμα): Θα ‘βγω με κάποιον.
Ηλέκτρα: Είσαι ψεύτρα!
Μήδεια (Διστακτικά, όπως δικαιολογείται  το παιδί): Δεν είμαι ψεύτρα. Λέω αλήθεια.
Ηλέκτρα: Τι κάθομαι και ασχολούμαι μαζί σου; Εγώ θα βγω με την Αθηνά και ‘συ κόψε τον λαιμό σου. Ό,τι θέλεις κάνε, αδελφούλα μου. Δε μ’ ενδιαφέρει.
Μήδεια: Ούτε ‘μένα μ’ ενδιαφέρει.  
Ηλέκτρα: Όταν έρθει η μάνα και σου φέρει το κρέας στο κεφάλι τότε θα σ’ ενδιαφέρει.
Μήδεια (Με πείσμα): Δε θα μου το φέρει στο κεφάλι.
Ηλέκτρα (Στέκεται πίσω από τη Μήδεια και κουνάει ειρωνικά το κεφάλι της): Εγώ φταίω που σου δίνω σημασία. (Μεγάλη σιωπή. Η Ηλέκτρα συνεχίζει να πηγαίνει πέρα - δώθε. Μιλάει περισσότερο μόνη της παρά για να την ακούσει η Μήδεια) Ελπίζω να μη με στήσει η Αθηνά. Αν όμως έχει πολύ δουλειά δε θα την αφήσουν να φύγει στην ώρα της. Έτσι κάνουν. (Μικρή σιωπή. Μιλάει πιο έντονα) Πάλι καλά που της αγόρασα κείνο το άρωμα και έβγαλα την υποχρέωση. (Μιμείται) «Μα αυτό είναι πολύ ακριβό» μου λέει, «Δεν έπρεπε να καταξοδευτείς». «Και ποιος σου είπε να μου κάνεις τόσο ακριβό δώρο;» της λέω, «Πάρε και ‘συ αυτό τώρα και παράτα με». (Σιωπή. Η Ηλέκτρα πάει να μιλήσει, αλλά ακούγεται χτύπος στην πόρτα. Αναρωτιέται σα να είναι μόνη) Λες να σχόλασε νωρίτερα η Αθηνά; (Ακούγεται δεύτερος, πιο δυνατός χτύπος) Μα έτσι… Θεούλη μου! (Τρέχει να ανοίξει γεμάτη προσμονή)


3η σκηνή (Ορέστης)

(Η Ηλέκτρα ανοίγει την πόρτα και εμφανίζεται ο Ορέστης. Δίπλα του, δεξιά κι αριστερά, αφημένες βαλίτσες. Η Ηλέκτρα πέφτει στην αγκαλιά του και τον φιλάει. Η Μήδεια γυρίζει και κοιτάζει. Χαμογελάει με ενθουσιασμό αλλά δε σηκώνεται)

Ηλέκτρα: Αδελφούλη μου! Αδελφούλη μου! (Φιλιούνται ξανά και ξανά) Τι έκπληξη ήταν αυτή, θεέ μου!  Αχ, να σε φιλήσω ξανά θέλω.
Ορέστης: (Γελώντας): Θα με αφήσεις να μπω μέσα;
Ηλέκτρα (Γελώντας κι αυτή): Τώρα που σε βρήκα; Όχι! Δε θα σε αφήσω. Θα σε λιώσω στα φιλιά πριν προλάβεις να κάνεις τίποτα. (Τον φιλάει. Ξαφνικά σταματά και τον κοιτάζει) Μα, καλά… πώς έγινε; Εσύ μου είπες ότι…
Ορέστης (Γελώντας): Έκπληξη, μανουλάκι! Έκπληξη! Ήθελα να σου κάνω έκπληξη. Τι, το ίδιο θα ‘τανε να με περίμενες στην πόρτα και το ίδιο είναι τώρα που ήρθα έτσι ξαφνικά;
Ηλέκτρα (Γελώντας): Απατεώνα! Πάντοτε έτσι έκανες. Πάντα ψέματα μας έλεγες και μας ξάφνιαζες.
Ορέστης: Θυμάσαι τότε που βγήκα απ’ το νοσοκομείο; Εσύ ήξερες ότι θα έμενα ένα μήνα ακόμα. Κι όταν με είδες στην καφετέρια όρθιο μπροστά σου μαρμάρωσες.
Ηλέκτρα: Νόμιζα ότι έφυγες χωρίς να σου πούνε οι γιατροί, γι’ αυτό τρόμαξα. Αχ, γιατί να σ’ αγαπάω τόσο αφού όλο με κοροϊδεύεις;
Ορέστης: Γιατί έναν αδελφούλη τον έχεις. Αυτό έλειπε να μην τον αγαπάς. (Η Ηλέκτρα πέφτει ξανά στην αγκαλιά του και τον φιλάει) Έλα, πάμε μέσα. Είμαι πτώμα. Θέλω να καθίσω. (Τη σηκώνει περνώντας τα χέρια του στα γόνατά της και μπαίνουν μέσα. Το κεφάλι της Ηλέκτρας αγγίζει το χαμηλό ταβάνι. Όταν την αφήνει βλέπει τη Μήδεια στη θέση της που τον κοιτάζει χαρούμενη) Μήδεια! Τι γίνεσαι, βρε αδελφούλα;
Μήδεια (Γελώντας σαν παιδί): Καλά είμαι. (Έπειτα από ένα μικρό δισταγμό σηκώνεται και τον φιλάει. Η Ηλέκτρα στο μεταξύ τρέχει και βάζει με φανερό κόπο μία μία τις βαλίτσες μέσα, κλείνοντας την πόρτα)
Ορέστης (Στη Μήδεια): Μια χαρά σε βρίσκω.
Μήδεια (Γελώντας): Ναι, μια χαρά με βρίσκεις.
Ορέστης (Την κοιτάζει καλύτερα): Ε, λίγα παχάκια ακόμα τα πήρες. Αλλά δεν πειράζει. Μη μου στεναχωριέσαι. Εσένα σου πηγαίνουν τα περιττά κιλά. (Η Μήδεια πάει κάτι να πει, αλλά χώνεται η Ηλέκτρα ανάμεσά τους και αγκαλιάζει τον Ορέστη)
Ηλέκτρα: Παλιοψεύταρε! Δε σας άφηνε ο καπετάνιος, ε; Τώρα θα σου δείξω εγώ. (Κάνει πως τον χτυπάει. Εκείνος περνάει τα χέρια του στη μέση της και τη σηκώνει πάλι ψηλά)
Ορέστης: Τι θα μου κάνεις;
Ηλέκτρα (Γελώντας): Δε σου λέω. Θα σε εκδικηθώ όταν δε θα το περιμένεις.
Ορέστης: Τότε και ‘γω θα φύγω και δε θα ξαναγυρίσω.
Ηλέκτρα (Ναζιάρικα): Ποτέ;
Ορέστης: Ποτέ.
Ηλέκτρα: Τότε και ‘γω σου ορκίζομαι ότι δε θα πειράξω ούτε μια τρίχα απ’ τα μαλλάκια σου.
Ορέστης (Παίρνοντας σοβαρό ύφος): Καλά, θα το σκεφτώ.
Ηλέκτρα: Κι όχι μόνο αυτό. Αλλά θα κάνω ό,τι μου λες και θα σε φροντίζω μέρα νύχτα. Θα είμαι η υπηρέτριά σου. Σου τ’ ορκίζομαι! Έλα, ορκίσου και ‘συ τώρα ότι δε θα ξαναφύγεις.
Ορέστης (Τραβώντας τα χέρια του απ’ τη μέση της): Α, μην πας να με τουμπάρεις. Στο κάτω κάτω έχουμε χρόνο να τα πούμε αυτά. (Κάθεται στην καρέκλα που καθόταν η Ηλέκτρα. Κάθεται και η Μήδεια στη δική της. Η Ηλέκτρα στέκει δίπλα στον Ορέστη. Με το χέρι της στηρίζεται στην καρέκλα του)  Για φαντάσου, αδελφούλα μου. Ποιος θα το έλεγε πως όταν θα ξανασμίγαμε θα ήμασταν πρωταθλητές Ευρώπης. Απίστευτο μου φαίνεται. Όλα αλλάξανε από κείνο το βράδυ. Η πλάκα είναι ότι σ’ όλους τους αγώνες ήμουν σίγουρος ότι θα νικούσαμε. Και όταν το σηκώσαμε δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Ηλέκτρα: Γιατί, μήπως μπορούσαμε εμείς; Αχ, έπρεπε να ‘βλεπες τι χαμός έγινε στην Αθήνα. Κι όχι μόνο το βράδυ του τελικού. Και χτες ακόμη. Η Ομόνοια ήταν μέχρι το πρωί γεμάτη κόσμο.
Ορέστης: Γιατί, εμείς εκεί, τι νομίζεις, ψήναμε κάστανα; Περιττό να σου πω ότι πενήντα Έλληνες κάναμε το Αμβούργο Αθήνα. Κρίμα που δεν ήμουν στην πατρίδα να φιλήσω τ’ άγια χώματα. (Σοβαρός) Δε βαριέσαι. Σημασία έχει ότι τους ξεσκίσαμε τον πάτο.
Μήδεια (Με παιδικό ενθουσιασμό): Ναι, ναι.
Ηλέκτρα: Εγώ το βράδυ του τελικού είχα βραχνιάσει εντελώς. Απ’ την Ομόνοια πήγα κατ’ ευθείαν στη δουλειά. Ευτυχώς, το αφεντικό δεν ήρθε κι έτσι πήρα έναν υπνάκο στο παραβάν. (Γελάνε. Η Ηλέκτρα κάθεται στα πόδια του Ορέστη. Για λίγο τα βλέμματα και των τριών συναντιούνται ανά ζευγάρι, μέχρι που η Ηλέκτρα αγκαλιάζει τον αδελφό της. Εκείνος την απωθεί ελαφρά)  
Ορέστης (Στην Ηλέκτρα, με εύθυμο ύφος): Και που λες, μανουλάκι, μπαίνω στο μπαρ μόλις το σηκώσαμε και λέω του φιόγκου: ‘‘Εεγώ κερνάω! Θα πηγαίνεις σε κάθε τραπέζι και θα λες ο Έλληνας κερνάει!’’ ‘‘Θα φας όλο τον μισθό σου’’ μου λέει ο μηχανικός ο Γερμαναράς. ‘‘Μόκο ρε’’ του λέω, ‘‘Έτσι είμαστε εμείς οι Έλληνες. Το σκορπάμε το χρήμα. Ξέρουμε να γλεντάμε. Δεν είμαστε σπαζοβιβλιαράκηδες σαν και σας!’’ ‘‘Εγώ’’ μου λέει, ‘‘έχω διαβάσει το τι είπε ο Σωκράτης στους δικαστές.’’ ‘‘Όξω από δω ρε’’ του λέω, ‘‘που θα μου πεις εμένα για τον Σωκράτη. Ξέρεις ρε’’ του λέω, ‘‘τι μου είναι ο Σωκράτης; Μπάρμπας μου είναι ρε’’ του λέω. Μόκο ο Γερμαναράς. ‘‘Ρε εμείς’’ του λέω, ‘‘τον Σωκράτη τον έχουμε στο νιονιό μας απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε. Δε χρειάζεται να τον διαβάσουμε. Και δεύτερον, την εποχή του Σωκράτη, εσείς ήσασταν πάνω στα δέντρα και τρώγατε μπανάνες. Που ούτε μπανάνες δεν είχατε δηλαδή…’’ (Γελάνε όλοι)
Ηλέκτρα (Γελώντας): Καλά του τα είπες!
Μήδεια (Γελώντας): Ναι, καλά του τα είπες!
Ορέστης: Σιγά μην τον άφηνα να μου το παίξει μάγκας, που αν πέφτανε μπροστά μας με την ομάδα που έχουν θα τρώγαν τέσσερα τεμάχια.
Ηλέκτρα: Τουλάχιστον τέσσερα.   
Μήδεια: Ναι, ναι, και περισσότερα. (Σιωπή. Ο Ορέστης ρίχνει μια γρήγορη ματιά στον χώρο. Για λίγο το βλέμμα του στέκεται στο χαμηλό ταβάνι. Η Ηλέκτρα του χαϊδεύει τα μαλλιά. Η Μήδεια τους κοιτάζει)
Ορέστης (Ρίχνοντας μια περαστική ματιά στη Μήδεια και τραβώντας με μια αργή κίνηση το κεφάλι του από το χέρι της Ηλέκτρας): Έκανα κι ένα καινούργιο φιλαράκι εκεί. Και να δεις πώς το λένε` Πυλάδη. Άκου όνομα. Εγώ θυμάμαι το πιλάφι κι έτσι μου ‘ρχεται στο μυαλό. Πρώτο παιδί. Αλλά δε λέει ν’ ανοίξει το στόμα του. Το ανοίγει μόνο στο μπουρδέλο και του τρέχουν τα σάλια του μαλάκα.
Ηλέκτρα: Και είναι ωραίος;
Ορέστης (Μορφάζοντας): Μμ, έτσι κι έτσι.
Ηλέκτρα: Δηλαδή δε σου μοιάζει;
Ορέστης: Δε νομίζω.
Ηλέκτρα: Δε σου μοιάζει καθόλου;
Ορέστης (Αναποφάσιστος): Μάλλον καθόλου.
Ηλέκτρα: Τότε είναι σίγουρα άσχημος.
Ορέστης: Τι με νοιάζει εμένα; Σάμπως θα τον παντρευτώ;
Μήδεια: Μπορεί να είναι όμορφος.
Ηλέκτρα: Τι όμορφος; Δεν άκουσες; Δε μοιάζει καθόλου στον Ορέστη μας. Πώς μπορεί να είναι όμορφος;
Μήδεια: Μπορεί να είναι.
Ηλέκτρα: Εδώ που τα λέμε για σένα μπορεί να είναι όχι μόνο όμορφος, αλλά πολύ όμορφος. Μόνο για σένα όμως.
Μήδεια: Τι πάει να πει μόνο για μένα; Άμα είναι όμορφος είναι όμορφος κι άμα είναι άσχημος είναι άσχημος.
Ηλέκτρα: Δεν είναι έτσι. Άμα δεν έχεις πάει ποτέ σου με άντρα όλοι σου φαίνονται όμορφοι.   
Μήδεια: Εμένα δε μου φαίνονται όλοι όμορφοι. Όμως αυτός μπορεί να είναι όμορφος.
Ηλέκτρα (Στον Ορέστη): Η Μήδεια, με τις γνωστές σαχλαμάρες της.
Μήδεια: Δε λέω σαχλαμάρες. Λέω σαχλαμάρες, Ορέστη; Δεν μπορεί να είναι όμορφος ακόμα κι αν δε σου μοιάζει;
Ορέστης: Και οι δύο σαχλαμάρες λέτε. Και μου ζαλίζετε το κεφάλι. (Η Μήδεια γυρίζει και κοιτάζει τηλεόραση. Η Ηλέκτρα χαϊδεύει ξανά τα μαλλιά του Ορέστη)
Ηλέκτρα (Ναζιάρικα): Εγώ μόνο στο χαϊδεύω το κεφαλάκι σου. (Τον φιλάει) Και σου φιλάω το μαγουλάκι. (Μικρή σιωπή)
Ορέστης: Αυτό το μωρό, ρε Μήδεια, ούτε μιλάει ούτε λαλάει. Μπας και ψόφησε;
Ηλέκτρα (Πριν μιλήσει η αδελφή της): Α, μπα, έτσι είναι πάντα. Δε σου ‘χω πει; Μοναχά το βράδυ κάνει φασαρία. Πνίγεται απ’ τον βήχα και κλαίει συνέχεια. Όλη τη μέρα κοιμάται κι αν το πλησιάσεις ακούς κάτι σαν γάτες που τσακώνονται. (Η Μήδεια κουνάει την κούνια μηχανικά χωρίς να κοιτάξει)
Ορέστης (Κουνώντας το κεφάλι ειρωνικά): Αυτό μας έλειπε. Ασταμάτητη η μάνα μας.
Ηλέκτρα (Ειρωνικά): Ατύχημα της δουλειάς. (Ο Ορέστης γελάει)
Ορέστης (Στην Ηλέκτρα): Και… δε μου λες, έχεις κανονίσει τίποτα γι’ απόψε;
Ηλέκτρα: Πώς, αμέ! Με την Αθηνά και μερικούς φίλους της. Είναι πολύ καλή κοπέλα η Αθηνά. Θέλεις να έρθεις;
Ορέστης (Δυσφορώντας): Ποια Αθηνά; Αυτή που δουλεύει στο σούπερ μάρκετ;
Ηλέκτρα: Μπράβο, αυτή. Θέλεις; ( Ο Ορέστης το σκέφτεται) Αχ, έλα, πες το ναι!
Ορέστης: Είναι λίγο ξινή. Δεν την πολυγουστάρω.    
Μήδεια: Είναι πολύ ξινή, δεν είναι λίγο ξινή.
Ηλέκτρα: Σκάσε εσύ! Αφού δε τη γνωρίζεις.
Μήδεια: Τη γνωρίζω. Τη βλέπω στο σούπερ μάρκετ.
Ηλέκτρα (Νευριασμένη): Τι σημασία έχει που τη βλέπεις; Δε μιλάς μαζί της. Άντε το πολύ να λέτε ένα γεια.
Μήδεια: Ναι, αλλά φαίνεται ότι είναι ξινή.  
Ηλέκτρα: Δε μου λες, σε ρώτησε κανένας τι είναι; Γιατί πετάχτηκες;
Μήδεια: Έτσι μου άρεσε.
Ορέστης (Στην Ηλέκτρα): Εκείνη η πιτσιρίκα η… Πώς τη λένε…
Ηλέκτρα: Η Άλκηστη;
Ορέστης: Ποια είναι η Άλκηστη;
Ηλέκτρα: Αυτή που είχε κάνει τα μαλλιά της καρφάκια.
Ορέστης: Α, θυμήθηκα. Όχι αυτό το σκουπόξυλο. Την άλλη λέω. Την…
Ηλέκτρα: Την Ηρώ;
Ορέστης: Μπράβο, την Ηρώ!
Ηλέκτρα: Πάει αυτή. Έγινε μοντέλο και δε μας καταδέχεται. Τι μοντέλο δηλαδή, ένα εξώφυλλο έκανε και κατά τα άλλα συνάδελφος της μαμάς, και μάλιστα πλήρους απασχόλησης. Νοίκιασε όμως ένα σπίτι στο Μαρούσι και το παίζει θεά. Δουλεύει αποκλειστικά στα βόρεια προάστια.
Ορέστης (Μισοσοβαρά - μισοαστεία): Φαινόταν ότι θα προοδεύσει αυτό το κορίτσι.
Μήδεια (Χωρίς να γυρίσει προς αυτούς): Πουτάνα έγινε.
Ηλέκτρα: Τι σε νοιάζει εσένα; Αν μπορούσες δε θα γινόσουνα;
Μήδεια: Δε θα γινόμουνα. Εγώ δεν είμαι σαν τη μάνα. Ούτε σαν εσένα, έχω άλλο πατέρα.
Ηλέκτρα (Σιγανά σα να θέλει να μην την ακούσει η αδελφή της, ενώ η Μήδεια κάνει πως δεν την ακούει.): Ναι, τον εξαφανισμένο Πάρη, πρώην εμπορικό αντιπρόσωπο και πρεζάκια. (Σιωπή)
Ορέστης (Που όλη αυτή την ώρα στοχαζόταν): Και κείνη με τα πορτοκαλί μαλλιά τι έγινε, ρε Ηλέκτρα;
Ηλέκτρα: Α, τη Φρου-Φρου λες;
Ορέστης: Ναι. Πώς τη λέγανε;
Ηλέκτρα: Δε θυμάμαι. Όλοι Φρου-Φρου τη φωνάζαμε.
Μήδεια (Χωρίς να γυρίσει): Πουτάνα έγινε κι αυτή.
Ηλέκτρα: Ναι. (Γελώντας) Με ειδικότητα νεκροθάφτη. Είχε βάλει μια αγγελία στην εφημερίδα και ζήταγε ηλικιωμένους με λεφτά αισθήματα. Μέχρι που ένας της έμεινε στα χέρια. Καρδιακή προσβολή, μου το είπε η ίδια. Την πιάσανε και είχε τραβήγματα. (Μιλώντας πολύ γρήγορα, αυθόρμητα) Α πα πα, γι’ αυτό εγώ δε θέλω τέτοιους μπελάδες. Κι απ’ αρρώστιες άλλο τίποτα.
Ορέστης: Και τι έγινε;
Ηλέκτρα: Δεν ξέρω, έχω να τη δω πάνω από χρόνο.
Ορέστης (Κακόκεφος): Κατάλαβα. Όλα τα ψάρια στη γυάλα ψοφήσανε.
Ηλέκτρα (Κολλάει επάνω του. Με νάζι): Γιατί δε θέλεις να έρθεις μαζί μου;
Μήδεια: Μην την ακούς, Ορέστη. Δε θα πάει πουθενά. Έχει να μαγειρέψει.
Ορέστης: Αλήθεια, μια και το ‘φερε η αξιότιμη κουβεντούλα μας, υπάρχει τίποτα που να τρώγεται σ’ αυτό το σπίτι; Με ‘να σάντουιτς είμαι απ’ το μεσημέρι.
Ηλέκτρα: Δεν υπάρχει. Τα έφαγε όλα αυτή. (Στη Μήδεια) Αφού τα τρως όλα εσύ γιατί να μαγειρέψω εγώ;
Μήδεια: Δεν τα τρώγω όλα εγώ.
Ηλέκτρα: Ναι, τρώγω και ‘γω κάτι ψίχουλα. Να σηκωθείς να μαγειρέψεις!
Μήδεια: Δε θα μαγειρέψω. Να μαγειρέψεις εσύ.
Ηλέκτρα: Η μάνα σε σένα το είπε.
Μήδεια: Τι με νοιάζει; Να πάει να πνιγεί. Όλο σε μένα το λέει.
Ορέστης: Τελικά δεν άλλαξαν και πολλά σ’ αυτό το σπίτι. Πάντα δεν είχε έτοιμο φαγητό και πάντα τρωγόμασταν.
Ηλέκτρα: Ας την αυτή να λέει. (Με ξαφνική έμπνευση) Πάμε στο φασφουτάδικο; Κερνάω εγώ! Έχουν και προσφορά κόκα κόλα γίγας. Έλα, και μετά θα πάμε να πάρουμε την Αθηνά για ποτό. Πάλι εγώ κερνάω.
Ορέστης: Ωχ, μ’ αυτή την Αθηνά… (Η Ηλέκτρα απογοητεύεται. Σιωπή. Ο Ορέστης βγάζει από την τσέπη το τηλέφωνό του. Η Ηλέκτρα ενθουσιάζεται)
Ηλέκτρα: Τι, καινούργιο πήρες; (Του το παίρνει από τα χέρια για να το δει)
Ορέστης (Γελώντας): Δώσε το πίσω, βρε τρελή.
Ηλέκτρα: Άχου, ωραίο! Τέτοιο θα πάρεις και μένα;
Ορέστης: Αν σου αρέσει…
Ηλέκτρα: Αν μου αρέσει; Τρέλα είναι!
Ορέστης: Φέρ’ το εδώ. (Του το δίνει) Βλέπεις αυτή την επιλογή; Αν πατήσεις εδώ λάιβ, τότε μόλις μπει κάποιο γκολ στο πρωτάθλημα που έχεις επιλέξει, σου το δείχνει ζωντανά, όπου και να είσαι. Ακόμα και στη μέση του ωκεανού.
Ηλέκτρα: Φοβερό είναι. Α, έχεις και φωτογραφίες. Πω-πω, καθαρά που φαίνονται... (Γελάει) Αυτός ποιος είναι;
Ορέστης: Το φιλαράκι μου ο Πυλάδης, που σου έλεγα.
Ηλέκτρα: Πφφ! Αυτός είναι σαν έκτρωμα. (Κοροϊδευτικά) Για δες έναν όμορφο. Δε μου λες, όταν τον έκανε η μάνα του στα σκουπίδια τον πέταξε;
Ορέστης (Γελώντας): Τώρα που το λες, δεν είναι απίθανο. Ένα βράδυ στη Λισσαβόνα τον είδα που τράβηξε μια κιλότα μέσα από έναν κάδο. Έχει πολύ πλάκα αυτό το παιδί. Είναι σοβαρός κι αμίλητος, δε λέω, αλλά ξαφνικά μπορεί να κάνει την πιο χοντρή μαλακία.
Ηλέκτρα: Κι αυτός ποιος είναι;
Ορέστης: Ο μαλάκας ο λοστρόμος. Και καλά όλο καθαρίζει για πάρτη μας, κι όλο μας δίνει στεγνά στον καπετάνιο. Αν κάνεις το λάθος και πεις μπροστά του κάνα γαλλικό για τον μεγάλο την έβαψες. Δε βαριέσαι. Τον πιάνουμε κορόιδο και μας κερνάει στα λιμάνια. Του αρέσει να λέει ψευτιές για γκόμενες και ‘μείς κάνουμε πως τον πιστεύουμε.
Ηλέκτρα: Να, εδώ είστε αγκαλιασμένοι.
Ορέστης: Δε σου είπα; Τον καλοπιάνουμε. Μαλάκας.
Ηλέκτρα (Κλείνοντας με το ένα χέρι το στόμα της): Ηηη! Κι αυτή;
Ορέστης (Γελώντας): Η Πάολα. Κορμί ατέλειωτο.
Ηλέκτρα: Πού την πέτυχες;
Ορέστης: Στην Κοπεγχάγη.
Ηλέκτρα (Απορροφημένη από τη φωτογραφία): Στην Ισπανία;
Ορέστης (Κοιτάζοντας κι αυτός με άνεση): Όχι, Δανία.
Ηλέκτρα: Α, να, πάλι ο Πιλάφης σου.
Ορέστης: Έλα, δώσ’ το. Δε βαρέθηκες;
Ηλέκτρα (Ναζιάρικα): Ορκίσου μου ότι θα μου πάρεις ίδιο!
Ορέστης: Όχι.
Ηλέκτρα: Γιατί!
Ορέστης (Γελώντας): Γιατί θα σου πάρω καλύτερο, βρε χαζό. Θα σου πάρω το τελευταίο μοντέλο. Αυτό είναι το προτελευταίο.
Ηλέκτρα (Με ψευτοπαράπονο): Όχι! Εγώ θέλω ίδιο με το δικό σου.
Μήδεια (Χωρίς να γυρίσει): Να μην της πάρεις τίποτα. Όλα τα κινητά τα χαλάει.
Ηλέκτρα: Μμμ, ηλίθια! Εσύ που δεν ξέρεις ούτε να χειριστείς το δικό σου;
Μήδεια: Ξέρω να το χειριστώ.
Ηλέκτρα: Ναι, σιγά. Αμφιβάλω αν ξέρεις να στέλνεις μήνυμα.
Μήδεια (Με πείσμα): Ξέρω να στέλνω.
Ηλέκτρα: Ναι, αλλά δεν έχεις σε ποιόν να στείλεις. Όλες οι φιλενάδες σου είναι ντουβάρια, δεν ξέρουν να διαβάζουν.
Μήδεια (Με πείσμα, σιγά): Ξέρουν. (Σιωπή. Ο Ορέστης δείχνει να βαριέται υπερβολικά)  
Ηλέκτρα (Πετάγεται όρθια):  Το βρήκα!
Ορέστης (Κοροϊδεύοντας): Αν τρώγεται δώσ’ το σε μένα.
Ηλέκτρα: Πώς δεν το σκέφτηκα τόση ώρα; Άκου: Θα πάμε πρώτα στο φασφουτάδικο για φαΐ. Είπαμε, εγώ κερνάω. Και μετά θα πάμε στην Ομόνοια να πανηγυρίσουμε. Στο διάολο η Αθηνά. Θα πάρουμε μαζί και τη μεγάλη σημαία.
Ορέστης: Τι, ακόμα πανηγύρια έχουμε;  
Ηλέκτρα: Άκου τι ρωτάει. Χαμός θα γίνεται κι απόψε. Κροτίδες! Καπνογόνα! Κορναρίσματα! Πυροτεχνήματα! Σημαίες παντού! Δε θα ξέρεις πού να πρωτοκοιτάξεις.
Ορέστης: Αρχίζεις να με φτιάχνεις, αδελφούλα.
Ηλέκτρα: Έλα, μην το σκέφτεσαι καθόλου.
Ορέστης: Και δεν πάμε…
Μήδεια: Δε θα πάτε πουθενά. Θα καθίσετε να μαγειρέψετε πρώτα.
Ηλέκτρα (Βάζοντας τα χέρια στη μέση): Αφού το ξέρεις ότι εσύ θα μαγειρέψεις, γιατί λες ανοησίες;
Μήδεια: Να μαγειρέψετε εσείς. Εγώ δε μαγειρεύω.
Ορέστης: Έλα, βρε Μήδεια, τώρα. Αφού εγώ με την Ηλέκτρα θα βγούμε βόλτα, ενώ εσύ έτσι κι αλλιώς μέσα θα καθίσεις. Τι σου είναι να κάνεις και το μαγείρεμα;
Μήδεια: Όχι, να το κάνετε εσείς το μαγείρεμα.
Ορέστης: Μα εγώ -δεν άκουσες όταν το είπα;- είμαι μ’ ένα σάντουιτς. Πρέπει να πάω για φαγητό. Ε, και τι, μόνος μου θα φάω; Δεν πρέπει να έρθει και η Ηλέκτρα να μου κάνει λίγη παρέα;
Μήδεια: Δε μ’ ενδιαφέρει. Να μαγειρέψετε πρώτα.
Ηλέκτρα: Τι της δίνεις σημασία; Όταν φύγουμε θα μαγειρέψει. Νά της πάει όταν σκέφτεται τη μάνα.
Μήδεια (Με πείσμα): Δε θα μαγειρέψω. Το ορκίζομαι.
Ηλέκτρα: Γιατί μας το λες; Κακό δικό σου. Εσύ θα τις φας.
Ορέστης (Σηκώνεται, πλησιάζει τη Μήδεια και ακουμπάει τα χέρια του στους ώμους της. Με γλυκιά φωνή) Τι, ακόμα σε χτυπάει;  (Η Μήδεια δεν απαντά) Ακόμα δεν έγινες καλό κορίτσι;
Μήδεια (Σαν παιδί): Δε θέλω να μαγειρεύω. Θέλω να πηγαίνω μαζί της στο μπαρ.
Ορέστης: Τι να κάνεις εκεί εσύ;
Μήδεια: Ό,τι κάνει κι αυτή. Θέλω να βάζω ποτό στους πελάτες.
Ορέστης: Μα δεν κάνεις γι’ αυτή τη δουλειά, αδελφούλα μου. Κι άλλωστε, σιγά τη δουλειά. Ρώτα και μένα που έχω γυρίσει όλα τα μπαρ του κόσμου… Εσύ δεν έχεις πάει ποτέ και δεν ξέρεις. Θα ‘χεις τον κάθε σπασίκλα να σου λέει ό,τι μαλακία μπορείς να φανταστείς. Και ‘συ θα πρέπει να του λες: ‘‘Μπράβο, μεγάλε, ωραία τα είπες, δίκιο έχεις’’. Και θα πρέπει να του γελάς, άσχετα αν σου έρχεται να τον σφαλιαρίσεις. Κι αυτός θα ξαναρχίζει το παρλάρισμα μέχρι να σου κάνει τα νεύρα παλαμαρόσχοινο. Και δώσ’ του  γέλιο εσύ, και δώσ’ του μπλα μπλα αυτός, μέχρι να πέσει τύφλα απ’ το μεθύσι πάνω στον πάγκο και να το βουλώσει. Αυτό είναι όλο. Τι, σου αρέσει να περνάς τα βράδια σου μ’ αυτό τον τρόπο;
Μήδεια (Σαν παιδί) : Ναι, μου αρέσει.
Ηλέκτρα (Νευριασμένη): Βρε κόλλημα!
Ορέστης (Κάνοντας προσπάθεια να μείνει ψύχραιμος): Νομίζεις ότι σου αρέσει. Ε, λοιπόν, βάζω στοίχημα ότι αν το κάνεις έστω και για ένα βράδυ, δε θα θέλεις να ξανακούσεις για μπαρ στη ζωή σου. Ή μήπως της μάνας νομίζεις ότι της αρέσει; Αγγαρεία κάνει κάθε φορά. Σκέψου για να μην αρέσει στη μάνα, πόσο δε θα σου αρέσει εσένα. Γιατί εσύ -πώς να το κάνουμε- δεν είσαι σαν εκείνη, που πηδιέται στη μέση του δρόμου με όποιον βρει, σαν τα σκυλιά. Εσύ είσαι κορίτσι με περιεχόμενο. Έχεις ευαισθησίες. Είσαι τρυφερή ψυχούλα! (Της χαϊδεύει τα μαλλιά)
Μήδεια (Μυξοκλαίγοντας):  Ναι, ναι…
Ορέστης: Άσε το άλλο! Τέτοια όμορφη αδελφούλα θα την αφήσω εγώ να χαραμιστεί στα μπαρ; Για τόσο κουτό με έχεις; Βρε στο καράβι ξέρεις πόσοι με έχουν στριμώξει για σένα; ‘‘Φιλαράκι’’, μου λένε, ‘‘πολύ σε πάω. Ξέρω ότι έχεις μια αδελφούλα λουλούδι σκέτο. Δωσ’ τη μου να γίνουμε συγγενείς’’. Να, μέχρι και ο Πυλάδης μού το είπε. Μα τον Χριστό! (Κάνει τον σταυρό του) ‘‘Τι λες ρε σπόρε;’’ του λέω, ‘‘για τα μούτρα σου την έχω την αδελφή μου; Ρε, εγώ την αδελφή μου θα τη δώσω σε καπετάνιο, κονομημένο και άντρακλα. Όχι σε ρεμάλι σαν και σένα’’.
Μήδεια: Ψέματα λες. Δε σε πιστεύω.
Ορέστης: Να, μα τον σταυρό που σου κάνω, (Κάνει το σταυρό του) την επόμενη φορά που θα έρθω, θα σου φέρω έναν γκόμενο που όμοιό του δεν έχεις ξαναδεί. Τουλάχιστον ένα κι ογδόντα ύψος. Και… (Σκύβει και κάτι της λέει στ’ αυτί. Εκείνη γελάει) Να μη με λένε Ορέστη αν δεν το κάνω. Να με φωνάζεις Λόλα καλύτερα.
Μήδεια (Σταματώντας ξαφνικά το γέλιο): Ψέματα λες. Δε σε πιστεύω. Μου τα έχεις πει πολλές φορές αυτά. (Η Ηλέκτρα ξεφυσάει. Ο Ορέστης δείχνει απογοητευμένος)
Ορέστης: Τι να πω, γαμώ την τρέλα μου, εσύ σκας γάιδαρο!
Ηλέκτρα: Δε σου είπα να μην της δίνεις σημασία; Παράτα την και πάμε να φύγουμε.
Μήδεια: Δε θα πάτε πουθενά. Να καθίσετε να μαγειρέψετε.
Ορέστης: Πιο ηλίθιο πλάσμα δεν έχω γνωρίσει. (Στη Μήδεια) Πάντα ακαταλαβίστικη ήσουνα. Ξεροκέφαλη! Δε φταίει κανένας άλλος, εγώ φταίω που σε λυπήθηκα κ’ είπα να σου πω δυο καλές κουβέντες.
Μήδεια: Ψέματα μου είπες. Πάντα ψέματα μου λες.
Ορέστης (Με κίνηση βαριεστιμάρας): Ρε δεν πας στο διάολο… Καλά κάνει η μάνα και στις βρέχει. Μόνο έτσι καταλαβαίνεις. Ποτέ σου μη μαγειρέψεις. Και νηστική θα μείνεις και ξύλο θα φας.
Μήδεια: Ψέματα είπες.
Ηλέκτρα (Στον Ορέστη): Άντε, τι περιμένεις; Πάμε;
Ορέστης: Φύγαμε. (Πηγαίνουν στην πόρτα)
Ηλέκτρα: Αμάν! Ξέχασα τη σημαία. (Τρέχει στην εσωτερική πόρτα, χάνεται και εμφανίζεται ξανά με μια μεγάλη ελληνική σημαία που την περνά στην πλάτη του Ορέστη. Εκείνος την αγκαλιάζει και έτσι φεύγουν χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω τους)


4η σκηνή (Μήδεια)

(Η τηλεόραση εξακολουθεί να παίζει, αλλά σε αυτή τη σκηνή το βλέμμα της Μήδειας δεν είναι συνεχώς κολλημένο στην οθόνη. Όταν αναφέρει λόγια άλλων μιμείται ειρωνικά φωνή και ύφος.)

Μήδεια: Να πάτε στο διάολο, πορνόσποροι! Δε θα ξαναμαγειρέψω ποτέ. (Τρίζοντας τα δόντια) Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ! (Μικρή σιωπή) Όλο εγώ μαγειρεύω. Κι αυτή όλο έξω βγαίνει. (Μικρή σιωπή) Ούτε μια φορά δε με πήρε μαζί της. Κι ούτε η μάνα με πήρε ποτέ μαζί της. Να πάνε στο διάολο και οι δυο οι πουτάνες. Κι ούτε ο άλλος με πήρε ποτέ μαζί του. Όλο θα σου φέρω φίλους μου ναυτικούς να γνωριστείτε και τέτοια. Κι όταν του είπα… γέλασε το καθίκι. (Μικρή σιωπή. Κάνει να σηκωθεί από αγανάκτηση, αλλά το μετανιώνει και φωνάζει καθισμένη) Στο διάολο να πάτε όλοι! Παλιογούρουνα! (Μικρή σιωπή) …Και τότε που μου έκλεψε την κούκλα, «Άσε και τη μικρή να παίξει μωρή» φώναξε η άλλη. (Με πείσμα) Αφού ήταν δική μου η κούκλα! Δική μου! Το καταλαβαίνετε; Αλλά έτσι, πάντα αυτήν υποστήριζε. Εμένα, επειδή ήμουνα του Πάρη δε με χώνευε. Μωρέ καλά σου έκανε που σε παράτησε… (Μικρή σιωπή) Εκεί, από δώδεκα χρονών να μαγειρεύω, να μαγειρεύω… με το ζόρι. «Ξεπάγωσε το κρέας και βάλτο στον φούρνο», «Καθάρισε τα φασολάκια και βράστα», «Βάλε τα ρεβίθια στο νερό να μουλιάσουν», «Φτιάξε τη σάλτσα», «Κόψε τις πατάτες και τηγάνισέ τες», «Αλίμονό σου αν μείνει ένα λέπι στα ψάρια», «Θα σε κουρέψω γουλί άμα καούν οι μπριζόλες». Αλλά εγώ φταίω που δεν έριξα τότε το ποντικοφάρμακο στη σούπα. Να τις έβλεπα και τις δυο να πιάνουν τις κοιλιές τους και να διπλώνονται στα δύο. (Γελάει) Πλάκα θα είχε, σαν τα ποντίκια θα κάνανε. «Μας δηλητηρίασες, φόνισσα!» (Γελάει) Εγώ θα έτρωγα ατάραχη. «Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, αγαπητή μου μητέρα». Κι αλήθεια, έτσι δε φώναζε όταν μου έπεσε το αλάτι στην κατσαρόλα; (Με έντονη ειρωνική μίμηση) «Θέλεις να μας δηλητηριάσεις, σκρόφα» (Συνεχόμενα σαν μια λέξη) σκρόφα είσαι και φαίνεσαι! Όλες σας σκρόφες είσαστε. Που θα με πεις εμένα σκρόφα… Άμα δε σου μαδήσω το μαλλί μια μέρα τρίχα τρίχα να μη με λένε Μήδεια. Έτοιμη ήμουν εκείνο το βράδυ στα γενέθλιά μου. «Σιγά μη σε πάρω μαζί μου επειδή έχεις γενέθλια, χοντρομπαλούδικο. Τσακίσου να δεις το κρέας». (Μέσα από τα δόντια της, με οργή) Θα σε τσακίσω εγώ! Θα δείτε όλοι σας ποια είναι η κόρη του Πάρη. (Αλλάζει ξαφνικά ύφος) Αλήθεια, πώς το θυμήθηκα αυτό τώρα; Ναι, ναι, τίποτα άλλο πριν απ’ αυτό δε θυμάμαι. Αλλά το θυμάμαι καλά. Ήμουνα στην αυλή. Στο άλλο σπίτι. Τότε που είχαμε αυλή. Είχα τα παιχνίδια μου πάνω στον πράσινο πάγκο – τον βλέπω ακόμα ξεχαρβαλωμένο όταν περνάω από κει` έτσι το θυμάμαι. Ήμουνα γονατιστή, και περάσανε τα παιδιά με τις τσάντες τους στην πλάτη. Έρχονταν απ’ το σχολείο. Και ‘γω τα κοίταξα και είπα από μέσα μου: «Αποκλείεται. Αποκλείεται. Εγώ δε θα πάω σχολείο». Αλλά κείνη τη μέρα που λέει ότι μου έδεσε τα χέρια για να με πάει στον αγιασμό δεν τη θυμάμαι. Ούτε πως έσκισα δυο μπλούζες πριν με δέσει. Κι όμως, θυμάμαι ότι τη μάλωσε η δασκάλα. Μπα, άλλη μέρα ήταν… Εκείνος ο στραβοδόντης, ο βρικόλακας άρχισε να φωνάζει πρώτος «Μύδια!  Μύδια! Εδώ τα καλά μύδια!» Κι εγώ του έμπηξα μια γερή στην πλάτη. (Μικρή σιωπή) Αλλά όχι. Θυμάμαι και κείνο το απόγεμα που βγήκα στον δρόμο και ένα στραβάδι έπεσε πάνω μου με το ποδήλατο. Κ’ ύστερα η άλλη με τράβηξε απ’ τα μαλλιά και μ’ έκλεισε στο σπίτι. Μπα, αυτό ήταν στη δευτέρα τάξη. Ή στην πρώτη; Ναι, στη δευτέρα. Και η άλλη γέλαγε η μαλακισμένη. Έτρεχε αίμα από τα γόνατά μου και κείνη γέλαγε. Γι’ αυτό και ‘γω χάρηκα όταν δάγκωσε τη γλώσσα της και της κάνανε ράμματα. (Γελάει) «Ε δεδεδεδεδε», όλο έτσι έλεγε. Ο θεός την τιμώρησε. Και καλά της έκανε. Γιατί με ρουφιάνεψε στη δασκάλα όταν έβαλα τις καρφίτσες; Εγώ φταίω που της το είπα. (Γελάει) Όμως της άξιζε της βρομιάρας. «Γιατί φτύνεις τους συμμαθητές σου, Μήδεια; Δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται να φτύνεις; Αμέσως στον διευθυντή». Μου φούσκωσε το μάγουλο κ’ ύστερα μου χάιδεψε τα μαλλιά. Έτσι μου ‘ρθε να γυρίσω και να του κόψω μια τέτοια δαγκωνιά που να τον αφήσω κουλό. Τον άλλο που με έφτυσε πρώτος δεν τον είδε η ηλίθια. Μόνο εμένα είδε. Αλλά όχι, τον είδε. Όμως το έκανε επειδή δε με χώνευε ναι γι’ αυτό το έκανε. Γι’ αυτό το είπε και στη μάνα. «Από ποιο μάγουλο σε χαστούκισε ο διευθυντής; Πάρε κι απ’ το άλλο». Εξυπνάδα. Κ’ η άλλη: «Μην το χτυπάτε το παιδί». Μωρή βλαμένη εσύ δε με πήγες στον διευθυντή; (Μικρή σιωπή) Κι όταν της είπε για τις καρφίτσες… «Καρφίτσες στη δασκάλα σου μωρή; Θα σου βγάλω τα στραβά σου εγώ με τις καρφίτσες». Σιγά μη με τρόμαζε. (Μικρή σιωπή) Μόνο τότε με τρόμαξε. Όταν της έκαψα το φουστάνι. «Όχι το έκανες επίτηδες!», «Δεν το έκανα επίτηδες!», «Όχι το έκανες επίτηδες! Θα με κάψεις ζωντανή κωλόπαιδο!» Και η άλλη πετάχτηκε αμέσως: «Ναι, επίτηδες το έκανε. Επίτηδες το έκανε». Σε ρώτησε κανένας εσένα; Αλλά έτσι, όλο ψέματα έλεγε. Και η άλλη ήξερε ότι έλεγε ψέματα και την πίστευε. Εμένα δε με πίστεψε όταν της είπα ότι ανέβαζε τη γάτα στο κρεβάτι της. Αλλεργική στις γάτες… Σιγά. Μόνο όταν τις βλέπει. Όταν δεν ξέρει τίποτα δεν την πιάνει. Τόσο καιρό που της έβαζα τρίχες στο μαξιλάρι ούτε ένα φτέρνισμα. Μόνο όταν με είδε έβγαλε σπυριά. «Δε ντρέπεσαι δεκαοχτώ χρονών μουλάρα να βασανίζεις τη μητέρα σου;» (Γρήγορα) Όχι δεν ντρέπομαι. Εσύ γιατί με βασανίζεις δηλαδή; Κι όταν σου λέω να με πάρεις μαζί σου γιατί δε με παίρνεις ποτέ; (Μικρή σιωπή) Αμ κι ο άλλος δεν πάει πίσω. Τι, επειδή απόψε μου έκανε τον καλό; «Έλα να παίξουμε μπάλα, Μήδεια». Κι όταν πήγαινα όλο κλωτσιές μου έριχνε. «Κατά λάθος! Κατά λάθος!» Καλά του έκανα κείνη τη φορά και του την έριξα στο καλάμι. «Θα στα κόψω και τα δυο τα πόδια! Τον αδελφό σου μωρή;» (Με πείσμα) Όταν με χτύπαγε αυτός γιατί δεν έλεγες τίποτα; (Μικρή σιωπή) Από μικρός το ίδιο ψέμα. «Θα σου βρω εγώ γκόμενο, Μήδεια». Κι όταν του ‘πα… Και με τον τύπο στην καφετέρια εκείνος το έστησε. Γελάγανε πίσω από τον πάγκο. Τους είδα! «Τι θέλεις, κοπέλα μου; Άντε κοίτα τη μούρη σου στον καθρέφτη». Σιγά μην ασχολιόμουνα μαζί σου ρε πιθηκομούρη! Αυτά τα τσογλάνια φταίνε. «Τρέχα, Μήδεια!» «Λιώμα ο τύπος!» «Κόβει τις φλέβες του για σένα!» (Τη διαπερνά ένας ξαφνικός φόβος) Αμάν, τι ώρα πήγε; (Κοιτάζει το ρολόι στον τοίχο) Πάλι σταμάτησε αυτό. Τι το έχουμε εκεί πέρα; (Βγάζει από την τσέπη το κινητό της και κοιτάζει με βιασύνη) Νωρίς είναι. Προλαβαίνω να το κάνω ακόμα και πουρέ αυτό το κρέας. (Ξαφνικά πεισμώνει) Αλλά όχι, δε θα μαγειρέψω. Ας μη βρει τίποτα όταν θα γυρίσει. Τι με νοιάζει εμένα; Μαγείρισσά της είμαι; (Μικρή σιωπή) Αλήθεια πόσος χρόνος μου απομένει; (Καλεί με το κινητό της ένα τριψήφιο νούμερο και ακούει προσεχτικά.) Ναι μωρέ, αφού από το μεσημέρι δεν έχω ξανατηλεφωνήσει. (Κλείνει το τηλέφωνο μέσα στις χούφτες της και κοιτάζει για λίγο τηλεόραση) Λες να μην άκουσα καλά; (Καλεί και πάλι ένα τριψήφιο. Ακούει προσεχτικά. Μιμείται.) Και… είκοσι… πέντε… λεπτά. (Γελάει) Έχει πλάκα όπως μιλάει αυτή. Δηλαδή πρέπει να είναι κομπιούτερ. Ό,τι είναι τέλος πάντων. Έχει πλάκα. (Για λίγο διστάζει) Θα πάρω να την ξανακούσω. (Καλεί. Γελάει. Μιμείται) Η… κάρτα σας… λήγει… (Γελάει. Κοιτάζει λίγο τηλεόραση σιωπηλή) Αυτός ο ασχημομούρης είναι που έκανε το πέναλντι. Πω-πω, όταν το κερδίσαμε και πετάχτηκα πάνω η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει. Με πονούσε για ώρα. Όταν βάλαμε το γκολ δεν μπορούσα να πανηγυρίσω. «Ξύπνα, Μήδεια! Βάλαμε γκολ, δεν το πήρες είδηση;» Το είδα μωρή ηλίθια! Εσένα περίμενα να μου το πεις; (Μικρή σιωπή) Η Ιφιγένεια έβαλε τα κλάματα μόλις άκουσε τις φωνές. (Κοιτάζει την κούνια) Προς το παρόν καλά κοιμάται. (Μικρή σιωπή) Τώρα που το σκέφτομαι είναι πολύ άτυχη. Γίναμε πρωταθλητές Ευρώπης και δεν πήρε μυρωδιά. Εμείς ξενυχτήσαμε κι αυτή ύστερα από λίγο ξανακοιμήθηκε του καλού καιρού. Αμάν. Τώρα που είπα καιρός. Δεν άκουσα τον καιρό για αύριο. Αν βρέχει πάλι πρέπει να πάρω ομπρέλα. Ας τα κομμάτια. Καλοκαίρι να σου πετύχει… (Καλεί ένα νούμερο στο τηλέφωνο. Ακούει προσεχτικά) Τώρα μας φώτισες. Πιθανότητα τοπικών βροχών κυρίως στα νότια και ανατολικά του νομού. Τι θα πει πιθανότητα; Ή θα βρέξει ή δε θα βρέξει. Αλλά ξέρουν κι αυτοί τι τους γίνεται; Τίποτα δεν ξέρουνε. Πετάνε μια πιθανότητα και καθαρίσανε. Το βγάλανε το μεροκάματο. Όχι σαν και μένα που βρέξει χιονίσει θα σφουγγαρίσω τρεις ορόφους. (Μικρή σιωπή) Εμείς πρέπει να είμαστε στα ανατολικά. Ή στα δυτικά. Στα νότια είναι το Σούνιο. (Μικρή σιωπή) Στα ανατολικά ή στα δυτικά είπε ότι μπορεί να βρέξει; Στα ανατολικά νομίζω. Εκεί που είμαστε εμείς. (Μικρή σιωπή) Ώχου, θα ξαναπάρω να είμαι σίγουρη. (Καλεί ένα νούμερο στο τηλέφωνο. Ακούει προσεχτικά) Ναι, στα νότια και ανατολικά. Καλά το θυμόμουνα. Πιθανότητα τοπικών βροχών. (Μικρή σιωπή) Όλο βρέχει φέτος. (Μικρή σιωπή. Με σπουδή) Για να δω τώρα το υπόλοιπό μου. (Καλεί ένα νούμερο στο τηλέφωνο. Ακούει προσεχτικά) Α τους απατεώνες! Κοντέψανε να μου αδειάσουν την κάρτα με δυο κλήσεις για τον καιρό. Οι φθηνότερες χρεώσεις σού λένε ύστερα. Αλλά όλοι τους απατεώνες είναι. Τι, δεν τους ξέρω εγώ; Για να δω, πόσο είπε ότι κόστισε η τελευταία κλήση; Τσατίστηκα και δεν άκουσα. (Καλεί ένα νούμερο στο τηλέφωνο. Ακούει προσεχτικά) Ναι, κάτι μας είπες τώρα. Μπορούσα να το υπολογίσω και μόνη μου. Αφού ήξερα πόσος χρόνος μου έμενε πριν και πόσος μετά τα τηλέφωνα στον καιρό, μπορούσα να το υπολογίσω. Άκου για δυο τηλέφωνα τόσα λεφτά. Και τώρα που το σκέφτομαι ούτε το ζώδιό μου δεν άκουσα σήμερα. Τώρα πάει, πέρασε η μέρα. Θα πάρω αύριο το πρωί ν’ ακούσω. (Πολύ μικρή σιωπή) Κι αν είναι να μου συμβεί κάτι σημαντικό απόψε; Να μην ξέρω τι μου γίνεται; Μπα, άσε, αύριο. (Μικρή σιωπή) Σιγά, τι είναι ένα τηλεφώνημα ακόμα; (Καλεί ένα νούμερο στο τηλέφωνο. Ακούει προσεχτικά) Τι λέει η βλαμένη; Ποιο ραντεβού με το γνωστό πρόσωπο να προσέχω; (Ακούει. Ύστερα κλείνει το τηλέφωνο νευριασμένη) «Προσέξτε μην κάνετε κακό στον εαυτό σας!» Αμ οι άλλοι μου κάνουνε κακό έξυπνη! Δεν κάνω εγώ κακό στον εαυτό μου. Ωραία σαχλαμάρα είχε να μου πει. Μωρέ καλά λέω εγώ ότι λένε σαχλαμάρες. Μόνο για να σου παίρνουνε τα λεφτά. Για τίποτ’ άλλο δεν είναι άξιοι. Όλους αυτούς που μου κάνουν κακό δεν τους βλέπει ήθελα να ‘ξερα; (Μικρή σιωπή) Ποιο ραντεβού ρε γαμώτο; Με το γνωστό πρόσωπο; Ποιο είναι το γνωστό πρόσωπο; (Λίγο αναστατωμένη) Να δεις που κάτι θα γίνει και θα βγω ραντεβού απόψε. Αλλά με ποιον; (Προσπαθεί να σκεφτεί) Άμα γυρίσει ο Ορέστης και μου πει ότι βαρέθηκε τη μικρή, θα του ρίξω μια χυλόπιτα που τέτοια δεν έχει ξαναφάει. Σιγά μη γίνω η δεύτερη επιλογή του μαλάκα. (Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Ορέστης)
Ορέστης (Δειλά): Γεια σου… Μήδεια.
Μήδεια: Μπα, πώς από δω;
Ορέστης: Να, ήμουν με την Ηλέκτρα, αλλά βαρέθηκα ν’ ακούω τις κοτσάνες της.
Μήδεια: Και μένα τι με νοιάζει;
Ορέστης: Την παράτησα και γύρισα πίσω. Σκέφτηκα μήπως θα ήθελες να πάμε οι δυο μας μια βόλτα.
Μήδεια (Γελώντας): Εγώ με σένα; Και ποιος σου είπε ότι βγαίνω έξω με τον κάθε… άντε να μην πω. Τις διαλέγω τις παρέες μου αν θέλεις να ξέρεις.
Ορέστης: Δηλαδή δε γίνεται τίποτα;
Μήδεια: Απορώ πώς τόλμησες να το σκεφτείς.
Ορέστης: Κι αν σε παρακαλέσω;
Μήδεια: Δε γουστάρω παρακάλια. Η Μήδεια δε γλύφει όπου φτύνουνε.
Ορέστης: Αν λες για τότε… Έκανα βλακεία, το παραδέχομαι. Αλλά είμαι έτοιμος να διορθώσω. Αρκεί να με συγχωρέσεις. (Την πλησιάζει και με το χέρι κάνει να της χαϊδέψει τα μαλλιά)
Μήδεια: Μη με πλησιάζεις. Πήγαινε ξανά στη μυξιάρα σου.
Ορέστης: Κρίμα. Και ‘γω ήθελα να σου πω ότι…
Μήδεια (Ειρωνικά): Ότι;
Ορέστης: Ότι σ’ αγαπάω, ρε Μήδεια. Τι, το νιάνιαρο θ’ αγαπήσω;
Μήδεια: Ναι, αλλά εγώ δε σ’ αγαπάω. Γι’ αυτό άντε ξεκουμπίσου πριν σου αστράψω κανένα φλας και δεις τον ουρανό με τ’ άστρα.
Ορέστης: Καλά, θα φύγω. Αλλά να ξέρεις ότι θα περιμένω τηλεφώνημά σου. Αντίο.
Μήδεια (Δυνατά): Στο διάολο. (Ο Ορέστης φεύγει με σκυφτό κεφάλι. Μικρή σιωπή) Σιγά μην καταδεχτώ να του μιλήσω του μαλάκα. (Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Ορέστης)
Ορέστης: Γεια σου, Μήδεια… Δε μου μιλάς;… Ξέρεις, ήμουν με την Ηλέκτρα, αλλά βαρέθηκα ν’ ακούω τις κοτσάνες της. Σκέφτηκα μήπως θα ήθελες να πάμε οι δυο μας μια βόλτα… Ε, εντάξει, έχεις δίκιο που δε μου μιλάς. Σου φέρθηκα σκάρτα. Όμως έχω μετανιώσει. Και… Και αν θέλεις να ξέρεις εγώ πάντα εσένα αγαπούσα. Τι να αγαπήσω από το νιάνιαρο δηλαδή;… Τι θα γίνει; Δε θα μου μιλήσεις;… Να φύγω;… Θέλεις να σε περιμένω μέχρι να ετοιμαστείς;… Θα φύγω… Φεύγω… (Φεύγει με σκυμμένο κεφάλι)
Μήδεια (Δυνατά, γυρίζοντας προς την πόρτα): Στο διάολο πούστη άντρα! (Μόνη) Σίγα μην κάθομαι ν’ ασχοληθώ με τον κάθε μαλάκα. Έτσι τους πρέπει ολονών. (Μικρή σιωπή στο διάστημα της οποίας παίζει το τηλέφωνό της στα δυο χέρια) Αυτό το παιχνίδι δεν έχω καταφέρει ακόμα να το καταλάβω. (Αρχίζει να παίζει στο τηλέφωνο πατώντας γρήγορα τα πλήκτρα)  Να πάρει! Πάλι έχασα. Προς τα πού πρέπει να τη στέλνω την μπάλα; (Παίζει ξανά) Άι σιχτίρ, διαολόμπαλα. (Παίζει ξανά. Νευριασμένη) Κι όλο κολλάει αυτό το πλήκτρο! (Παίζει ξανά. Το παρατάει) Άμα πια! Σιγά μη σκοτιστώ μαζί σου. Σιγά τη βλακεία! (Μικρή σιωπή. Κοιτάζει τηλεόραση) Πάλι το πέναλτι δείχνουν. Ωωωπ! Ωραία του την έφερε. Νόμιζες ότι θα το πιάσεις, ε; Φα’ το για να μας θυμάσαι και ‘συ. (Μικρή σιωπή) Για να δω τι χρόνος μου έμεινε μετά και το ζώδιο. (Καλεί ένα νούμερο στο τηλέφωνο. Ακούει προσεχτικά) Ναι, λες και δεν το ήξερα ότι είστε απατεώνες. Αμ γιατί τα βάζουνε τα ζώδια στο κινητό; Για να σου τρώνε τις μονάδες. Τέλος πάντων. Είμαι περίεργη ν’ ακούσω τι θα μου πει αύριο πάλι. Εδώ που τα λέμε αυτό με τον Ορέστη ήταν κάτι σαν ραντεβού. Γιατί έλειπε και είχαμε κανονίσει ότι θα ερχόταν απόψε. Όχι απόψε, αύριο. Αλλά αυτός ήρθε απόψε. Κι αυτό το πρόσεχε μην κάνεις κακό στον εαυτό σου, πρέπει να σήμαινε να μη βγω μαζί του έξω. Σιγά μην έβγαινα! Λες και δεν είχα να κάνω άλλη δουλειά. Αλήθεια, πού να είναι τώρα; Θα έχουν φάει και θα πηγαίνουν στην Ομόνοια. Χαμός θα γίνεται κι απόψε στην Ομόνοια. (Μικρή σιωπή) Μπορεί να έχουν φτάσει τώρα. (Μικρή σιωπή) Κι αν τους πάρω τι θα γίνει δηλαδή; Έτσι κι αλλιώς προλαβαίνω να μαγειρέψω. Μπορώ να της πω ότι θα μαγειρέψω. Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Αλλά γιατί όλο εγώ; (Μικρή σιωπή) Σίγουρα θα έχουν φτάσει τώρα. (Καλεί ένα νούμερο στο τηλέφωνο) Έλα, με ακούς;… Πού είστε;… (Πιο δυνατά) Πού είστε;… Ακόμα εκεί;… Πού πήγατε για φαγητό;… Το μεγάλο;… Τι, δυο μεγάλα;… Τόσο πολύ πείναγε;… Πού είστε τώρα;… Ακόμα;… Καλά, εντάξει… Ναι, μαγειρεύω… Καλά, κλείνω. (Μόνη) Ακόμα να φτάσουνε. Ε, βέβαια, με τόσα που φάγανε… (Μικρή σιωπή) Είμαι περίεργη να δω αν μου χρεώσανε αυτή την κλήση. (Καλεί ένα νούμερο στο τηλέφωνο. Ακούει προσεχτικά) Πάλι καλά. Γιατί απ’ αυτούς όλα μπορείς να τα περιμένεις. Σου λένε δήθεν ότι δε χρεώνονται οι κλήσεις προς τα νούμερα που έχεις επιλέξει και ξαφνικά βρίσκεις την κάρτα σου άδεια. Έτσι κάνουν αυτοί. Τι, δεν τους ξέρω; Γι’ αυτό πρέπει να τους ελέγχεις. Κι άμα τους πιάσεις σου λένε λάθος και καθαρίσανε. (Μικρή σιωπή) Ούτε τώρα δε θα έχουν φτάσει. Αλλά τι, να τους πάρω ξανά; Πολύ αξία θα τους δώσω. (Μικρή σιωπή. Χτυπάει το τηλέφωνό της. Τινάζεται ξαφνιασμένη. Ενθουσιασμένη) Έλα μωρή καριόλα, εσύ είσαι;… Αφού το ξέρεις ότι αυτό το γαμημένο το λεωφορείο περνάει κάθε μια ώρα, γιατί δεν παίρνεις ένα ταξί μωρή μαλακισμένη;… Ποιους είδες;… Ποια; Η Αφροδίτη;… Σοβαρά;… (Γελάει δυνατά κι αυθόρμητα) Τι, μέσα στον κόσμο;… (Γελάει) Κι ο ταμίας τι έκανε;… (Γελάει) Ήμουν σίγουρη ότι θα το έβαζε στα πόδια… (Γελάει) Καιρός τους ήτανε. Τόσους μήνες τον κάνανε τάρανδο τον άνθρωπο… Άντε ρε! Τόσο ξύλο;… (Γελάει) Τυχερή ήσουν φιλενάδα… Σιγά μην έρθει με σπασμένα μούτρα… (Γελάει) Και τι έγινε που σε είδε; Τόσος κόσμος την είδε, εσύ την πείραξες;… (Γελάει) Αν τους άξιζε δε θα πει τίποτα. Μας το έπαιζε σούπερ γκόμενα βλέπεις. Ας φάει το ξύλο της τώρα να δει τι θα πει να το παίζεις γκομενάρα και να ‘χεις άντρα αλουμινά… Τι;… Εντάξει, εντάξει. Θα τα πούμε τη Δευτέρα φιλεναδίτσα μου… Ναι, αγαπούλα, θα πάμε… Γεια… (Μόνη. Γελώντας) Πω-πω τι έπαθε! Αλλά το άξιζε η φοράδα. Αχ και να ήμουνα μπροστά την ώρα που τις έτρωγε! Τυχερή η Καλλιόπη. Έτσι, έτσι έπρεπε. Επειδή έριξε κείνη τη σουπιά τον ταμία μάς το έπαιζε μοιραία. Τι της βρήκε κι αυτός ο παλιοφλώρος; Μα τι λέω; Ο γύφτος τη γύφτισσα προτιμά. Και βασίλισσα να του την πέσει αυτός τη γύφτισσα θα θέλει. (Πολύ μικρή σιωπή. Με μια απότομη κίνηση πιάνει το τηλέφωνό της) Πρέπει να το πω στην Ηλέκτρα. (Τηλεφωνεί) Έλα μωρή… Τι;… Άμα ακούσεις αυτό που έχω να σου πω θα πέσεις κάτω ξερή απ’ τα γέλια… Με πήρε τηλέφωνο η Καλλιόπη… Ναι, αυτή η μαλακισμένη. Είδε την Αφροδίτη… Αυτή στο δημαρχείο ρε… Ναι. Την είδε την ώρα που την έπιασε ο άντρας της αγκαλίτσα με τον ταμία. Έφαγε γερούς μπάτσους απ’ ό,τι μου ‘πε η Καλλιόπη… Ναι, μπροστά στον κόσμο, τι σου λέω; Μεγάλη ξεφτίλα… Πρόλαβε κ’ έφυγε. Πού θα πάει όμως; Θα τον τσακώσει κι αυτόν ο αλουμινάς… Σιγά μην έρθει. Είναι ένας φοβητσιάρης αυτός!... Τι λες ρε; Αυτήν θα κάνουμε πάνω από μήνα να τη δούμε. Πρέπει να της έχει σπάσει τα μούτρα… Ναι, ναι… Σου λέω δεν έχει ξαναγίνει τέτοια φάση… Τι ωραίος; Μια αρκούδα είναι. Παντρεύτηκε μια αρκούδα και τα ‘φτιαξε με μια μαϊμού. Εδώ που τα λέμε είναι για να τη λυπάσαι. Αλλά από την άλλη τέτοια λυσσάρα που είναι καλά να πάθει… Ναι… Καλά, πηγαίνετε, κλείνω εγώ. (Μόνη. Μικρή σιωπή) Κρίμα που δε βγήκα με την Καλλιόπη. Έχασα το καλύτερο επεισόδιο. (Μικρή σιωπή) Δεν τη ρώτησα… (Τηλεφωνεί) Έλα… Ναι, πάλι, γιατί, θα με κάνεις νταντά;… Πού είστε;… Πού;… Όχι δεν ξέρω. Πού είναι;… Α, κατάλαβα… Αφού σου λέω κατάλαβα… Έχει πολύ κόσμο;… Πανικός ε; Ήμουνα σίγουρη ότι θα γίνεται πανικός… Αυτό ήθελα… Όχι, τίποτα άλλο. Αυτό… Ναι, μαγειρεύω… Εντάξει. Γεια. (Μόνη.  Μικρή σιωπή. Κοιτάζει την ώρα στο κινητό της) Πέρασε η ώρα. Αν ξεκινήσω τώρα θα προλάβω. (Μικρή σιωπή) Και λίγο αργότερα να ξεκινήσω πάλι θα προλάβω. Σε δέκα λεπτά ας πούμε. Αν κι αυτό το παλιοκρέας αργεί να ψηθεί. Κρέας ελέφαντα αγοράζει ήθελα να ‘ξερα;… (Μικρή σιωπή. Γελάει) Άκου ελέφαντα… Πώς μου ήρθε; Τι, ψέματα είναι; Με τις ώρες το ψήνεις κι άψητο μένει. (Μικρή σιωπή) Οι ελέφαντες είναι αυτά τα ζώα που έχουν την ουρά μπροστά. Όχι, δεν είναι ουρά. Κάπως λέγεται. (Γελάει) Εμ, βέβαια, έξυπνη, κάπως θα λέγεται. Δεν μπορεί να μη λέγεται. Ναι, αλλά πώς; (Μικρή σιωπή) Θα πάρω την Ηλέκτρα. Μπορεί να ξέρει. (Τηλεφωνεί) Έλα, πού είστε;… Όχι, πήρα να ρωτήσω κάτι άλλο… Αυτό που έχουν μπροστά τους οι ελέφαντες πώς λέγεται, ξέρεις;… Αυτό, μωρή, που είναι σαν ουρά… Όχι, δεν είναι ουρά. Είναι σαν ουρά… Για ρώτησε τον Ορέστη, θα ξέρει αυτός… Πώς; Τι πώς μου ήρθε; Έτσι μου ήρθε. Είναι τόσο δύσκολο να ρωτήσεις τον Ορέστη;… Τι; Δε σε ακούω… Τώρα ναι… Πώς το είπες;… Α, ναι, προβοσκίδα. Μπράβο! Το ήξερα. Απλά το είχα ξεχάσει. Ναι, προβοσκίδα το λένε. Είμαι σίγουρη… Πού είστε τώρα;… Αλήθεια; Πώς καταφέρατε και τρυπώσατε εκεί πέρα;… Τι; Δεν ακούω… Δεν ακούω, μωρή. Τι λες;… (Μόνη) Το έκλεισε. (Κουνάει τους ώμους) Έτσι κι αλλιώς δεν ακουγόταν. (Μικρή σιωπή) Ναι, προβοσκίδα το λένε. Σκέψου να μου φέρει καμιά μέρα μια προβοσκίδα ελέφαντα και να μου πει μαγείρεψε. Θα της την κρεμάσω στα μούτρα. (Γελάει) Θα της πηγαίνει πολύ. Φαντάσου να πάει μ’ αυτό στη δουλειά… (Γελάει) Όταν θα θέλουν να παραγγείλουν θα της τραβάνε την προβοσκίδα αντί να τη φωνάζουν. (Μικρή σιωπή. Γελάει πνιχτά. Μικρή σιωπή) Και χωρίς προβοσκίδα άσχημη είναι. Έχει μόνιμα ένα ύφος σα να βγαίνει απ’ το δωμάτιο με τον πελάτη. Σα να λέει σ’ όλους: «Να, κοιτάχτε, πηδιέμαι.» Σιγά το πράγμα. (Μικρή σιωπή) Λέει πως η Ζωή είναι όμορφη. Αλλά έχει να τη δει πολλά χρόνια κι αυτή. Μπορεί να μην είναι όμορφη πια. (Μικρή σιωπή) Πού να πήγε άραγε η Ζωή; Κάπου πολύ μακριά. Ποιος ξέρει. Α, ξέχασα να πάρω για το υπόλοιπο. Μπορεί να μου χρέωσαν τα τηλέφωνα στην Ηλέκτρα. (Τηλεφωνεί. Ακούει προσεχτικά) Ευτυχώς. Παρόλα αυτά εγώ δεν τους έχω εμπιστοσύνη. Η Ηλέκτρα μού είπε ότι τη χρέωσαν προχθές που με πήρε. Μπα, δεν ξέρει τι της γίνεται. Ή μπορεί να είπε ψέματα. Ναι, όλο ψέματα λέει αυτή. Δεν είναι να την πιστεύεις. Θα της το πω για να μη νομίζει πως ό,τι μου λέει το χάφτω. (Τηλεφωνεί) Έλα, πού είστε;… (Λίγο νευριασμένη) Εγώ φταίω που ενδιαφέρομαι. Τέλος πάντων. Δε σε πήρα γι’ αυτό. Έκανα έλεγχο στον χρόνο μου για τις κλήσεις που σου έκανα… Τι πότε; Απόψε. Τίποτα δε μου χρέωσαν. Λάθος έκανες την άλλη φορά… Αποκλείεται. Αφού σου λέω δε μου χρέωσαν τίποτα. Πώς γίνεται να χρέωσαν σε σένα;…  Δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Εγώ αυτό καταλαβαίνω… Όχι, δεν έκανα λάθος. Τίποτα δε με χρέωσαν. Αν θέλεις πάρε με και μετά κοίτα τον χρόνο που σου μένει. Θα είναι ίδιος… Ναι, εντάξει, περιμένω. (Κλείνει το τηλέφωνο. Περιμένει. Σιωπή) Την ηλίθια! Ούτε να τηλεφωνήσει δεν είναι άξια. (Σιωπή. Κοιτάζει το τηλέφωνο ανάμεσα στα χέρια της) Τίποτα. Λες να το κάνει επίτηδες; Τώρα θα της δείξω εγώ. (Τηλεφωνεί) Έλα, τι έγινε; Μια ώρα περιμένω… Τι;… Αφού σου λέω δε χρεώνεσαι. Τι φοβάσαι;… Τι είπες;… Δεν ακούω… Όλο φωνές ακούγονται… Με ακούς; Πού είστε;… (Μόνη) Το έκλεισε. Δεν ακουγόταν καθόλου. Όλο κροτίδες ακούγονταν και συνθήματα. Στην Ομόνοια πρέπει να είναι. Σίγουρα. Στην πλατεία. (Σιωπή) Ωχ, θεέ μου, πώς βαριέμαι να μαγειρέψω. Και γιατί να μαγειρέψω στο κάτω κάτω; Για να έρθει η βασίλισσα και να βρει φαΐ έτοιμο; Μωρέ δεν πα’ να ψοφήσει από την πείνα. (Ειρωνικά) Η βασίλισσα! Η κοκόνα μας! (Γελάει. Ειρωνικά) Θα με κάνει νταντά άμα δε μαγειρέψω. Σιγά μην τα κάνω πάνω μου απ’ το φόβο. (Μικρή σιωπή) Για να δω, θα ακούγεται τώρα η άλλη. (Τηλεφωνεί) Έλα, πού είστε;… Το κατάλαβα ότι ήσασταν στην Ομόνοια…. Τώρα πού είστε;… Α. Δώσε μου λίγο τον Ορέστη… Θέλω να του πω κάτι… Δε θέλω να το πω σε σένα. Θέλω να το πω στον Ορέστη… (Νευριασμένη) Δωσ’ τον μου. Δεν ακούς τι σου λέω;… Μπορεί να μιλήσει. Είμαι σίγουρη… Το ξέρω… Γιατί ξέρω ότι λες ψέματα, γι’ αυτό. Και για την κλήση που σου χρεώθηκε ψέματα έλεγες… Σας ζάλισα; Εγώ φταίω που ενδιαφέρομαι για σας, δε φταίει κανένας άλλος… Σιγά μην σε ξαναπάρω μωρή ηλίθια, ε ηλίθια!... (Μόνη) Η βρομιάρα! Πρόλαβε και μου το έκλεισε πρώτη. Ήθελα να της το κλείσω μες τα μούτρα. Τώρα θα δει. (Τηλεφωνεί) Δεν το σηκώνεις, ε; Τέτοια βρομιάρα είσαι… Παλιοκότα! Φοβάσαι να το σηκώσεις. (Κλείνει το τηλέφωνο) Σκασίλα μου. Ούτε που πρόκειται να της ξανατηλεφωνήσω ποτέ. Σιγά μην ασχολούμαι με την Ηλέκτρα. (Μικρή σιωπή) Το βρήκα! (Στέλνει μήνυμα με το τηλέφωνο) … Τς, όχι. Αυτό είναι κομπλιμέντο γι’ αυτήν.  (Γελάει. Γράφει) … Το γαμιέσαι πώς γράφεται άραγε;… (Γράφει) Δεν πειράζει. Ούτε αυτή ξέρει… (Γράφει. Γελάει) Τώρα θα δεις ποια είναι η Μήδεια, παλιοθήλυκο. (Αφήνει το τηλέφωνο στο τραπέζι. Σιωπή) Η τελευταία φορά ήταν που ασχολήθηκα μαζί της. Σίγουρα η τελευταία. (Μικρή σιωπή) Μακάρι να της έρθει καμιά φωτοβολίδα στα μούτρα. Θα της άξιζε. (Μικρή σιωπή) Πολύ θα χαιρόμουνα. (Μικρή σιωπή. Κοιτάζει αφηρημένα τηλεόραση) Τέτοια ώρα έχει το μια γνωστή σας άγνωστη. Αλλά καλύτερα το ποδόσφαιρο. Ας είναι επανάληψη. (Μικρή σιωπή) Ποια να έχουνε καλεσμένη; Την άλλη φορά είχαν εκείνη τη βλαμένη που μου την έδωσε στα νεύρα. Ούτε ένα τραγούδι της προκοπής δεν έχει και το παίζει βεντέτα. Κι από φωνή ίδια μανάβισσα. Άσε που είναι αλλήθωρη. Και στέκα. Έτσι είναι οι όμορφες; (Μεγάλη σιωπή. Ακουμπά τον αγκώνα της στο τραπέζι και το κεφάλι της στην παλάμη του χεριού της. Μετά από λίγο κλείνουν τα μάτια της. Λαγοκοιμάται. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνουν ένας νεαρός άνδρας και μια νεαρή γυναίκα. Φορούν αστραφτερά ρούχα και χαμογελάνε αδιάκοπα. Στη διάρκεια της συνέντευξης η Μήδεια μιλάει διαφορετικά, πιο αργά και πιο καθαρά, σα να επαναλαμβάνει κάτι που ακούει μέσα της. Στην αρχή έχει λίγο τρακ. Προσοχή: Η συνέντευξη δεν ερμηνεύεται ελαφρά, σαν κωμωδία. Παρά τα διαρκή χαμόγελα υπάρχει σοβαρότητα. Οι τρεις ήρωες δρουν με αφοσίωση σε ένα κόσμο που δεν τον διατρυπά καμιά αντίθετη λογική)
Νεαρός παρουσιαστής: Ήρθαμε!
Νεαρή παρουσιάστρια: Ήρθαμε!
Μήδεια: Α, καλώς τους. Καλώς ήρθατε στο φτωχικό μου. Σας περίμενα.
Νεαρός: Για ποιο φτωχικό μιλάς, Μήδεια; Καλώς ήρθατε στο παλάτι μου έπρεπε να μας πεις. Με τέτοια πολυτέλεια, με δυο πισίνες, με γυμναστήριο, με ένα σωρό πράγματα και θαύματα!
Μήδεια: Α, υπερβολές. Υπάρχουν πολύ καλύτερα σπίτια από το δικό μου. Αυτά μπορούν να λέγονται παλάτια.
Νεαρή: Πάντα προσγειωμένη και ταπεινή η αγαπημένη μας Μήδεια.
Μήδεια: Ποτέ μου δεν καβάλησα το καλάμι όπως μερικές άλλες. Μα, καθίστε, γιατί στέκεστε όρθιοι;
Νεαρός: Για να είμαι ειλικρινής με έχει θαμπώσει η ομορφιά σου, Μήδεια. Θα τολμήσω να πω κάτι. Ίσως δεν έχεις την τελειότητα ενός μοντέλου, αλλά έχεις σίγουρα κάτι αξεπέραστο. Κάτι μοναδικό, που μόνο σε σένα μπορεί να το παρατηρήσει κανείς.
Μήδεια: Πρέπει να σε μαλώσω. Αφού το ξέρεις ότι δε μου αρέσουν τα κομπλιμέντα. Ελάτε, καθίστε. (Οι δυο νεαροί κάθονται) Θα είμαι μαζί σας ειλικρινής, όπως πάντα. Ξέρω ότι ο κόσμος με αγαπάει και δε θέλω να του πω ούτε ένα μικρό ψεματάκι. Θα σας παρακαλέσω, όμως, να μην κάνετε ερωτήσεις που αφορούν την προσωπική μου ζωή. Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να κρατά κάποια πράγματα αποκλειστικά για τον εαυτό του.
Νεαρή: Φυσικά, Μήδεια. Θα σεβαστούμε την παράκλησή σου. (Γυρίζει προς τον νεαρό) Λοιπόν, αρχίζουμε;
Νεαρός: Ναι, είμαι έτοιμος. (Προς το αόρατο συνεργείο) Φώτα, παρακαλώ. Έτοιμοι; Πάμε! (Σημ.: Εδώ ο σκηνοθέτης θα πρέπει να σεβαστεί τη λιτότητα της σκηνής και να μην ανάψει προβολείς ή άλλα φώτα. Δεν αλλάζει τίποτα στη σκηνή με το ‘’πάμε’’ του παρουσιαστή)
Νεαρή: Αγαπητοί τηλεθεατές, απόψε έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμαστε στο φτωχικό -όπως αρέσει στην ίδια να αποκαλεί την πολυτελή της έπαυλη- της παγκόσμιας σταρ Μήδειας. Καλή μου Μήδεια, ο κόσμος περιμένει με αγωνία να ακούσει τα πρώτα σου λόγια.
Μήδεια (Χαμογελώντας πλατιά στον αόρατο φακό): Καλησπέρα σε όλους. Χαίρομαι που σας φιλοξενώ στο σπίτι μου. Εύχομαι να περάσετε όμορφα.
Νεαρός: Μήδεια, ας αρχίσουμε από αυτό: Πώς αισθάνεσαι που κατά γενική ομολογία είσαι η πρώτη κυρία της νύχτας;
Μήδεια: Αισθάνομαι πολύ όμορφα. Πολύ πολύ όμορφα. (Δυσανασχετεί) Αχ!
Νεαρός: Μήδεια, ας αρχίσουμε από αυτό: Πώς αισθάνεσαι που κατά γενική ομολογία είσαι η πρώτη κυρία της νύχτας;
Μήδεια: Είναι ένα υπέροχο συναίσθημα. Είμαι ευτυχισμένη γιατί ο κόσμος με αγκάλιασε με την αγάπη του απ’ το ξεκίνημα της καριέρας μου. Όλα τα χρωστάω στους θαυμαστές μου.
Νεαρή: Πες μας, Μήδεια. Πολλοί λένε ότι στον χώρο των σταρ υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός και πολλές φορές υπάρχουν και πισώπλατα μαχαιρώματα. Σου έτυχε ποτέ κάτι τέτοιο;
Μήδεια: Ναι, μου έτυχε κάτι τέτοιο. Αλλά πιστεύω ότι κάθε καλλιτέχνης που διαθέτει ένα πραγματικό ταλέντο καταφέρνει να ξεπερνά όλες αυτές τις δυσκολίες και να βρίσκει τον δρόμο του. Κάτι τέτοιο συνέβη και σε μένα.
Νεαρός: Αισθάνθηκες ποτέ κουρασμένη; Έτοιμη να τα παρατήσεις;
Μήδεια: Ποτέ δεν αισθάνθηκα κουρασμένη και έτοιμη να τα παρατήσω. Οι γονείς μου με έχουν διδάξει να αγωνίζομαι μέχρι να πετύχω τον σκοπό μου. Πάντα, όμως, μέσα στα επιτρεπτά όρια. Ποτέ δεν έβλαψα κάποιον με τη θέλησή μου.
Νεαρή: Ποιος συνάδελφός σου σε βοήθησε περισσότερο στα πρώτα σου βήματα;
Μήδεια: Υπήρξαν πράγματι πολλοί που με βοήθησαν, αλλά… (Αλλάζει ύφος) πρέπει να σταματήσουμε για να μαγειρέψω.
Νεαρή (Με έκπληξη): Τι να μαγειρέψεις, Μήδεια;
Μήδεια: Τίποτα, αστειεύομαι. Όχι, δε νομίζω πως με βοήθησε κάποιος. Η αλήθεια είναι πως είμαι αυτοδημιούργητη. Αγωνίστηκα σκληρά για να γίνω αυτό που είμαι.
Νεαρός: Ωστόσο κάποιοι κατά καιρούς σε κατηγορούν…
Μήδεια (Με απόλυτο ύφος): Δεν ασχολούμαι μαζί τους. Μπορούν να λένε ό,τι θέλουν. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να μένει το κοινό μου ευχαριστημένο.
Νεαρή: Είναι γνωστό πως όπου εμφανίζεσαι υπάρχει κοσμοσυρροή. Στην τελευταία συναυλία σου οι θαυμαστές σου έκλεισαν για μερικές ώρες τον δρόμο. Κάποιοι ενοχλήθηκαν από το συμβάν. Πες μας, Μήδεια, σκέφτεσαι να το ξανακάνεις;
Μήδεια: Μα φυσικά! Μόνο σε κάτι ξενέρωτους δεν αρέσουν τέτοια χάπενινγκ. Να, στην Καλλιόπη, για παράδειγμα, δε θα άρεσαν.
Νεαρή (Με έκπληξη και φιλικό ενδιαφέρον): Ποια είναι η Καλλιόπη;
Μήδεια: Α, τίποτα, δεν αξίζει τον κόπο.
Νεαρός: Ας αλλάξουμε θέμα και ας πάμε στη διεθνή σου καριέρα. Πώς αισθάνεται μια Ελληνίδα όταν φιγουράρει μόνιμα στις πρώτες θέσεις των μουσικών προτιμήσεων σε Ευρώπη και Αμερική;
Μήδεια: Είναι μεγάλη ευθύνη για μένα να εκπροσωπώ τη χώρα μου. Κάνω γι’ αυτήν ό,τι μπορώ καλύτερο. Και πάντα αφιλοκερδώς. Δακρύζω όταν ακούγεται το όνομα της Ελλάδας στα πέρατα του κόσμου.
Νεαρή: Δυστυχώς κάποιοι προσπαθούν να υποβαθμίσουν το γεγονός και τη διάκριση της χώρας μας ύστερα από κάθε επιτυχία σου στο εξωτερικό. Τι έχεις να πεις γι’ αυτούς;
Μήδεια: Τίποτα δεν έχω να πω γι’ αυτούς. Αφήνω το κοινό με το αλάνθαστο κριτήριο που διαθέτει να τους κρίνει.  
Νεαρός (Προς τον αόρατο φακό): Είναι γνωστό, αγαπητοί τηλεθεατές, ότι η Μήδεια έχει επιτελέσει στο διάστημα της μέχρι σήμερα καριέρας της ένα σημαντικό φιλανθρωπικό έργο. Κυρίως έχει δραστηριοποιηθεί στα παιδιά που χρειάζονται τη βοήθειά μας. (Στη Μήδεια) Θα μας πεις λίγα λόγια γι’ αυτή την πλευρά της ζωής σου;
Μήδεια: Δεν είναι σωστό να μιλάμε γι’ αυτή την πλευρά της ζωής μας. Δε θα κάνω το λάθος που κάνουν τόσοι άλλοι συνάδελφοί μου.
Νεαρός: Όμως, άνθρωποι σαν και σένα, μπορούν να γίνουν πρότυπο για πολλούς άλλους. Επίτρεψέ μου, λοιπόν, να επιμείνω στο ερώτημά μου.
Μήδεια: Ίσως να έχεις δίκιο. Μα ο χαρακτήρας μου δε μου το επιτρέπει. Ήμουν πάντοτε πολύ σεμνή.
Νεαρός: Μα πρέπει.
Μήδεια: Με φέρνεις σε δύσκολη θέση.
Νεαρός: Σκέψου ότι μερικά εκατομμύρια τηλεθεατές σού το ζητούν σαν χάρη.
Μήδεια: Αφού είναι έτσι… Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω κάνει και πολλά. Απλά έχω σώσει μέχρι σήμερα μερικές εκατοντάδες πεινασμένα παιδιά της Αφρικής, που χωρίς αυτή τη βοήθεια θα είχαν πεθάνει της πείνας… Αφού είναι έτσι… Τι ώρα να πήγε;… Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω κάνει και πολλά. Απλά έχω σώσει μέχρι σήμερα μερικές εκατοντάδες πεινασμένα παιδιά της Αφρικής, που χωρίς αυτή τη βοήθεια θα είχαν πεθάνει απ’ την πείνα.
Νεαρή: Και μόνο η συγκίνηση που σε κυρίεψε μιλώντας για το τεράστιο έργο σου σε αυτό τον τομέα, δείχνει πόσο αληθινές είναι οι πράξεις σου. Ξέρουμε ότι έχεις προσφέρει επίσης σε πολλά παιδιά της πατρίδας μας τα κατάλληλα φάρμακα για να ξεπεράσουν διαφόρων ειδών ασθένειες. Επίσης ότι έχεις μορφώσει πολλά παιδιά φτωχών οικογενειών. Και επίσης ξέρουμε ότι η σεμνότητά σου μας εμποδίζει να μάθουμε τις υπόλοιπες φιλανθρωπικές σου δραστηριότητες.
Μήδεια (Συγκινημένη): Δακρύζω κάθε φορά που μου δίνεται η δυνατότητα να βοηθήσω ένα παιδί. Τα παιδιά έχουν ανάγκη τη βοήθεια όλων μας.   
Νεαρός (Σηκώνεται με απροσδόκητο ενθουσιασμό, φωνάζοντας): Μετά από αυτά τα υπέροχα λόγια, ήρθε η ώρα να παίξουμε το φιλανθρωπικό μας παιχνίδι. Τώρα είναι η μεγάλη ευκαιρία! Απ’ την απάντησή σου θα εξαρτηθεί το μέλλον δεκάδων παιδιών, Μήδεια. Ολόσωμο ή μπικίνι; Πρόσεχε, Μήδεια! Όλος ο κόσμος είναι μαζί σου εξαιτίας της συγκινητικής προσφοράς των κερδών σου. Ολόσωμο ή μπικίνι; Εσύ αποφασίζεις!
Νεαρή: Ολόσωμο ή μπικίνι;
Μήδεια (Με αποφασιστικότητα): Μπικίνι!
Νεαρός: Ναι! Είναι μπικίνι! Κέρδισες! Συγχαρητήρια!
Μήδεια (Σκεφτική): Μπα, όχι…  Τα παιδιά έχουν ανάγκη τη βοήθεια όλων μας.
Νεαρός (Κάθεται): Μετά από αυτά τα υπέροχα λόγια, πες μας σε παρακαλώ κάτι για την καινούργια σου ταινία. Πότε θα μπορέσουμε να την απολαύσουμε στις κινηματογραφικές αίθουσες;
Μήδεια: Μα νομίζω όχι σε περισσότερο από λίγους μήνες. Όμως, δυστυχώς, δεν μπορώ να πω τίποτα ακόμα. Με δεσμεύει το συμβόλαιό μου.
Νεαρός: Τι κρίμα! Αν ήξερες με πόση ανυπομονησία περιμέναμε απόψε έστω δυο σου λόγια.
Μήδεια: Αν είναι έτσι… Αν είναι για δυο λόγια…
Νεαρός: Κρεμόμαστε κυριολεκτικά από τα χείλη σου.
Μήδεια: Είναι μια ταινία στην οποία συμμετέχουν πολύ μεγάλα ονόματα ηθοποιών από την Ευρώπη και την Αμερική. Πρωταγωνιστώ εγώ και υπο… μια γυναίκα που αγαπάει πολύ τον άντρα της, αλλά ύστερα γνωρίζει έναν άλλο άντρα, φίλο του άντρα της, που τον ερωτεύεται κι αυτόν παράφορα. Και ύστερα τη γνωρίζει ένας άλλος άντρας, φίλος του φίλου της, που την ερωτεύεται παράφορα, αλλά αυτή δεν του ανταποδίδει την αγάπη του. Μέχρι που παθαίνει ένα αυτοκι-νη-τι-στικό ατύχημα και χάνει τη μνήμη της. Οπότε ποιον νομίζετε ότι αγαπάει κεραυνοβόλα τότε;
Νεαρή: Ποιον;
Μήδεια: Αυτόν που δεν μπορούσε να αγαπήσει μέχρι να πάθει το ατύχημα.
Νεαρός: Απίστευτο!
Νεαρή: Φανταστικό!
Μήδεια: Ναι, πραγματικά. (Συγκινημένη) Δακρύζω κάθε φορά που διαβάζω τον ρόλο μου. 
Νεαρός: Ξέρουμε ότι στην ταινία συμπρωταγωνιστεί μαζί σου ένα διάσημο όνομα που πολύς λόγος έχει γίνει μέχρι σήμερα για τις σχέσεις σας… Εννοώ τον Ιάσωνα.
Μήδεια: Με τον Ιάσωνα έχουμε άριστες συναδερφικές σχέσεις. Την προσεχή σεζόν θα τραγουδήσουμε μαζί στο πιο χάι κέντρο της παραλιακής. Επίσης σχεδιάζουμε τη δημιουργία ενός κοινού δίσκου με όλες τις μέχρι τώρα μεγάλες επιτυχίες μας.
Νεαρή: Και σε προσωπικό επίπεδο; Μήπως σχεδιάζετε έναν γάμο, για παράδειγμα;
Μήδεια: Όπως ξέρετε και εγώ και ο Ιάσωνας είμαστε φρι άτομα. Δε μας αρέσει να προγραμματίζουμε. Αν ξυπνήσουμε ένα πρωί αποφασισμένοι να παντρευτούμε τότε θα το κάνουμε. Κι αν έπειτα χρειαστεί να χωρίσουμε απλά θα χωρίσουμε. Προς το παρόν απολαμβάνουμε την ελευθερία μας.
Νεαρός: Οι κακές γλώσσες λένε πως η διάλυση του προηγούμενου αρραβώνα σου δεν έγινε με τον καλύτερο τρόπο…
Μήδεια: Κακές γλώσσες είναι κακό λόγο θα πούνε.
Νεαρή: Πώς σου φαίνεται η προοπτική να γίνει ο Ιάσωνας πατέρας του πρώτου σου παιδιού;
Μήδεια: Είναι πολύ πιθανό κάτι τέτοιο, αν και μέχρι στιγμής χρησιμοποιούμε πάντοτε προφυλακτικό. Άλλωστε αυτά είναι προσωπικά δεδομένα. (Ξαφνικά χάνει το άνετο ύφος της) Όμως…
Νεαρή: Τι συμβαίνει, Μήδεια;
Μήδεια: Η ώρα πέρασε. Δε θα προλάβω να μαγειρέψω.
Νεαρός: Να μαγειρέψεις; Και ποιος σε αναγκάζει να μαγειρέψεις;
Μήδεια: Η μητέρα είπε να έχω μαγειρέψει οπωσδήποτε μέχρι να γυρίσει απ’ τη δουλειά. Γι’ αυτό δε με πήρε μαζί της.
Νεαρός: Εσένα, Μήδεια, μια τόσο μεγάλη σταρ, σε κλείνουν στο σπίτι για να τους μαγειρέψεις; Είναι δυνατόν;
Μήδεια: Κι όμως. Με αδικούν, πολύ με αδικούν. Αν γυρίσει και δε βρει έτοιμο το φαγητό θα με πλακώσει στα χαστούκια.
Νεαρή: Απίστευτο! Πρέπει κάτι να κάνεις, καλή μου.
Νεαρός: Πρέπει να γλιτώσεις από αυτή την τυραννία.
Μήδεια: Ναι, πρέπει. (Σιωπή)
Νεαρός: Σκέψου ότι μερικά εκατομμύρια τηλεθεατές σού το ζητούν σαν χάρη.
Μήδεια (Με ύφος επηρεασμένο από τον φόβο): Αφού είναι έτσι... Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω κάνει και πολλά…
Νεαρή: Είμαστε μαζί σου, Μήδεια. Θα σε στηρίξουμε σε κάθε σου προσπάθεια.
Νεαρός: Θα γίνουμε χορηγοί της απελευθέρωσής σου.
Μήδεια: Είναι μια ταινία πολύ συγκινητική. Και ο ρόλος μου είναι ο πιο αγαπημένος ρόλος της διεθνούς μου καριέρας. Σε κάθε πρόβα βάζω τα κλάματα.
Νεαρή: Είσαι πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, Μήδεια. Γι’ αυτό σε εκμεταλλεύονται.
Μήδεια: Ναι, γι’ αυτό με εκμεταλλεύονται. Υπο… μια γυναίκα που αγαπάει πολύ τον άντρα της. Τον αγαπώ πολύ τον Ιάσωνα.
Νεαρός: Αυτός θα σε πάρει από τη σκλαβιά και θα σου χαρίσει την ελευθερία.  Σου υποσχόμαστε, Μήδεια, ότι θα γίνουμε χορηγοί του γάμου σου.
Μήδεια: Άραγε θα μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικό από αυτό που κάνω;
Νεαρή: Και το ρωτάς; Μπορείς να κάνεις τα πάντα, Μήδεια. Τα πάντα! (Μικρή σιωπή)
Μήδεια: Μήπως ξέρετε πού είναι η Ζωή;
Νεαρός: Η Ζωή είναι αλλού, Μήδεια.
Μήδεια: Πού να είναι άραγε;
Νεαρή: Κάπου πολύ μακριά.
Μήδεια: Και δεν μπορείτε να τη βρείτε;
Νεαρός: Φυσικά και μπορούμε. Έχουμε ειδική εκπομπή που ασχολείται ειδικά με ειδικές περιπτώσεις σαν τη δική σου.
Νεαρή: Όπου και να πήγε η ξαδελφούλα σου θα τη βρούμε.
Νεαρός: Όπου και να κρύφτηκε θα την ξετρυπώσουμε. Τίποτα δε μένει κρυφό από μας, Μήδεια.
Μήδεια (Ταραγμένη, χωρίς να τους προσέχει): Κακές γλώσσες είναι κακό λόγο θα πούνε.
Νεαρός (Ενώ σηκώνεται μαζί με τη νεαρή): Έχεις δίκιο, αγαπητή μου Μήδεια.
Μήδεια (Πετάγεται όπως μετά από ύπνο, ενώ ο νεαρός και η νεαρή ανοίγουν την πόρτα και χάνονται πίσω της) Και τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτές τις πουτάνες; Εγώ είμαι κόρη του Πάρη του Σμυρναίου. Με λένε Σμυρναίου κανονικά. Ποιες είναι αυτές που θα καθίσω να τους μαγειρέψω; (Μικρή σιωπή. Η Ιφιγένεια κλαίει. Η Μήδεια γυρίζει και την κοιτάζει σα να είχε ξεχάσει την ύπαρξή της. Την παίρνει από την κούνια και τη σηκώνει με τα χέρια της ψηλά. Χαμογελώντας) Θα γίνεις μια πουτάνα εσύ! (Την τακτοποιεί στην αγκαλιά της) Ποιανού πατέρα να ‘σαι κόρη; (Η Ιφιγένεια συνεχίζει να κλαίει) Έλα, σώπα, η μουρμούρα σου μου έλειπε. Δε φτάνει που θα έρθει η μάνα σου και θ’ αρχίσει τα μπινελίκια, έχω και σένα από πάνω. (Μικρή σιωπή. Η Ιφιγένεια εξακολουθεί να κλαίει και η Μήδεια την βάζει εκνευρισμένη στην κούνια της) Βέβαια, κάθε βράδυ σε πιάνει εσένα. Καλά κοιμόσουνα όλη μέρα. (Μικρή σιωπή) Τι να κάνω; (Μικρή σιωπή) Άραγε θα μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που κάνω; (Η Ιφιγένεια κλαίει. Φωνάζοντας) Σκάσε! (Η Ιφιγένεια τρομάζει και κλαίει περισσότερο) Σκάσε μούλικο! Η πουτάνα που σε γέννησε σε παράτησε σε μένα. Κι από πάνω θέλει να βρει έτοιμο φαγητό μόλις έρθει. (Μικρή σιωπή. Η Ιφιγένεια κλαίει) Και να το βάλω το κρέας δε θα προλάβει να ψηθεί. Έτσι κι αλλιώς θα τις φάω τις σφαλιάρες μου. Οπότε γιατί να της κάνω το χατίρι; (Η Ιφιγένεια κλαίει) Σκάσε μη βάλω εσένα στο ταψί. (Μικρή σιωπή. Γελώντας μισοπονηρά) Η αλήθεια είναι πως εσύ θα ψηνόσουνα γρήγορα. Θα ερχόταν και θα έβρισκε έτοιμο το φαγητό. Οπότε θα γλίτωνα τις σφαλιάρες. (Η Ιφιγένεια κλαίει. Κοιτάζοντας την κούνια) Θα γλίτωνα κι απ’ τη μουρμούρα σου. Γιατί το ξέρω. Όλο το βράδι δε θα το βουλώσεις τώρα που άρχισες. Και ‘γω θα φάω το ξύλο, θα μείνω και να σε νταντεύω κιόλας.  Το ξέρω. (Μικρή σιωπή. Με το ύφος της συνέντευξης αλλά χωρίς χαμόγελο) Είναι μεγάλη ευθύνη για μένα να εκπροσωπώ τη χώρα μου. (Μικρή σιωπή στο διάστημα της οποίας η Ιφιγένεια κλαίει ασταμάτητα. Δυνατά, απευθύνεται στην καρέκλα που είχε καθίσει η Ελένη) Εσύ φαγητό δε θέλεις μια φορά; Ε, θα το έχεις. Και με κρέας σπαρταριστό, όχι μπαγιατούρα. Θα σου ετοιμάσω εγώ μια λιχουδιά που θα γλύφεις τα δάχτυλά σου. (Μικρή σιωπή) Τι νομίζεις, θα σε φοβηθώ; Εμένα με λένε Σμυρναίου. (Μικρή σιωπή) Ολόσωμο ή μπικίνι; Μπικίνι! (Μικρή σιωπή. Στρέφεται πάλι στην καρέκλα) Δεν προλαβαίνω σίγουρα με το άλλο. Καλά ξημερώματα θα ψηθεί. Και ‘συ σήμερα γυρίζεις νωρίς. Αν ήταν Σάββατο ίσως να προλάβαινα. Αλλά σήμερα δεν προλαβαίνω. (Μικρή σιωπή. Κοιτάζει την Ιφιγένεια που κλαίει ασταμάτητα) Α, τα θέλεις και ‘συ. Τι νομίζεις; Όλο το βράδι θ’ ακούω την κλάψα σου; Έτσι, βγάλε μύξες να γίνεις πιο νόστιμη. (Μικρή σιωπή) Σιγά το πράγμα. Ούτε που θα καταλάβει τίποτα. Θα φάει και θα πέσει σαν ζώο στο κρεβάτι. Και ‘γω το πρωί θα πάω στη δουλειά. Αυτή θα κοιμάται. (Μικρή σιωπή. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η Ελένη)
Ελένη: Τι ακούω, Μήδεια; Τι έβαλες στο μυαλό σου;
Μήδεια: Ξέρω τι έβαλα στο μυαλό μου. Δεν είπες ότι θέλεις οπωσδήποτε φαγητό; Θα το έχεις.
Ελένη: Σου είπα να ψήσεις το κρέας που ξεπάγωνα απ’ το πρωί.
Μήδεια: Ναι αλλά τώρα δεν προλαβαίνει να ψηθεί. Εσύ θα έρθεις σε λίγο και θα γκαρίζεις αν δεν είναι έτοιμο.
Ελένη: Πώς τόλμησες να σκεφτείς ένα τέτοιο πράγμα;
Μήδεια: Πες μου την αλήθεια` θα με σακατέψεις στο ξύλο αν δε βρεις έτοιμο φαγητό ναι ή όχι;
Ελένη: Αυτό μου έλειπε. Έχω που έχω τα νεύρα μου με τους μαλάκες που έμπλεξα απόψε στο μπαρ, να μη βρω και φαγητό από πάνω. Θα σου σπάσω τα κόκαλα.
Μήδεια: Το ξέρω. Πάντα γυρίζεις με νεύρα. Και κάτι μου λέει ότι απόψε θα μου τα σπάσεις σίγουρα τα κόκαλα. Γι’ αυτό και ‘γω θα ψήσω την Ιφιγένεια και όταν έρθεις θα είναι όλα έτοιμα.
Ελένη: Και νομίζεις ότι θα γλιτώσεις απ’ τα χέρια μου αν κάνεις τέτοιο πράγμα;
Μήδεια: Δεν είναι το ίδιο. Απόψε θα φας και θα κοιμηθείς. Το μεσημέρι που θα ξυπνήσεις και θα το καταλάβεις εγώ θα λείπω. Μέχρι να ετοιμάσεις την κηδεία και όλα τ’ άλλα θα σου ‘χει περάσει. Δε θα ‘χεις όρεξη να με χτυπήσεις.
Ελένη: Παιδί μου, έλα στα σωστά σου. Αν ψήσεις την Ιφιγένεια θα μας διώξουν και τις δυο απ’ τις δουλειές μας. Και την αδελφή σου την Ηλέκτρα, κι αυτήν θα τη διώξουν. Πώς θα ζήσουμε; Κι έπειτα θα μπλέξουμε με την αστυνομία. Θα μας ανακρίνουν και μπορεί από κάποιο λάθος να ρίξουν εμένα στη φυλακή αντί για σένα.
Μήδεια: Καλύτερα. Έτσι θα γλιτώσω μια και καλή το ξύλο.
Ελένη: Ναι, μα το πιθανότερο είναι να κλείσουν εσένα στη φυλακή. Τι θα κάνεις όλη σου τη ζωή πίσω απ’ τα σίδερα;
Μήδεια: Εγώ θα πω ότι εσύ μου είπες να την ψήσω.
Ελένη: Ψέματα! Ψέματα! Δε θα σε πιστέψει κανείς. Μήδεια, παιδί μου, μην το κάνεις. Σου το λέει η μητέρα σου. Σκέψου τα κουτσομπολιά που θα κάνουν στο δημαρχείο. Σκέψου τι θα λένε για σένα. Θα σε λένε κανίβαλο και θα γελάνε μαζί σου. Θέλεις να γελάνε μαζί σου;
Μήδεια: Τώρα πάει, το αποφάσισα˙ ναι, θέλω να γελάνε μαζί μου. Και να ξέρεις πως όσο με πιλατεύεις τόσο πιο σίγουρη γίνομαι.
Ελένη: Είσαι, λοιπόν, σίγουρη;
Μήδεια: Ναι, είμαι σίγουρη.
Ελένη: Να μην προσπαθήσω άλλο να σου αλλάξω γνώμη;
Μήδεια (Με παιδικό πείσμα): Όχι, να μην προσπαθήσεις άλλο να μου αλλάξεις γνώμη.
Ελένη: Καλά, παιδί μου. Τότε φεύγω. Όμως υποσχέσου μου ένα πράγμα.
Μήδεια: Τι πράγμα;
Ελένη: Ότι θα πεις την αλήθεια στην αστυνομία. Θα πεις ότι εσύ την έψησες.
Μήδεια: Εγώ θα την ψήσω.
Ελένη: Θα το πεις;
Μήδεια: Ναι, θα το πω. Θα τους πω εγώ την έψησα. Σιγά το πράγμα.
Ελένη: Εντάξει, κόρη μου. Κάνε όπως νομίζεις. Φεύγω. (Η Ελένη ανοίγει την πόρτα και φεύγει. Η Μήδεια παίρνει στην αγκαλιά της την Ιφιγένεια που κλαίει. Της χαμογελά)
Μήδεια: Έλα, μην κλαις, αδελφούλα μου. Μη φοβάσαι. Θα γίνεις ένα νόστιμο λαγουδάκι. (Τα φώτα χαμηλώνουν. Η αυλαία πέφτει. Απόλυτη σιωπή)



5η σκηνή (Ιφιγένεια)

(Ανοίγει η αυλαία. Τα φώτα είναι χαμηλωμένα. Η τηλεόραση δείχνει πορνό με κλειστή φωνή. Τα ρούχα της Μήδειας είναι ματωμένα. Κάθεται μισοκοιμισμένη κοντά στον φούρνο και κοιτάζει τηλεόραση. Ακούγονται απ’ έξω η Ελένη και η Ηλέκτρα)

Ελένη: Πού στο διάολο έριξα το κωλοκλειδί;
Ηλέκτρα: Άσε, έχω το δικό μου. (Μπαίνουν)
Ελένη: Μα είναι δυνατόν;
Ηλέκτρα: Ναι, σου λέω! Εκεί που πανηγυρίζαμε τον έχασα. Μισή ώρα έψαχνα να τον βρω. Άφαντος.
Ελένη: Αν με κοροϊδεύεις, αλίμονό σου.
Ηλέκτρα: Όχι, την αλήθεια σου λέω. Σε λίγο πρέπει να έρθει κι αυτός.
Ελένη (Στη Μήδεια): Ακόμα εδώ είσαι εσύ;
Μήδεια (Ατάραχη): Άργησε να ψηθεί το κρέας.
Ελένη: Είναι έτοιμο;
Μήδεια: Ναι, είναι έτοιμο.
Ελένη: Τυχερή είσαι κακομοίρα. Έχω τις μαύρες μου απόψε. Το μωρό;
Μήδεια: Κοιμάται.
Ελένη (Παρατηρεί τα αίματα στην μπλούζα της Μήδειας. Δυνατά, φοβισμένα): Τι είναι αυτά στην μπλούζα σου μωρή;
Μήδεια (Κοιτάζει αργά την μπλούζα της): Σάλτσες… Λερώθηκα...
Ελένη: Θεέ μου! (Ανοίγει πανικόβλητη τον φούρνο. Σκύβει και κοιτάζει. Κραυγάζει πολύ δυνατά και παρατεταμένα με αηδία. Η Ηλέκτρα σκύβει και κοιτάζει με έντονη περιέργεια. Αυλαία)


                                                                                                                  2008