Συλλογή έργων (μυθιστόρημα, διήγημα, θέατρο, ποίηση) του Μπάμπη Ράλλη

Κακό σκαρί







Μια φορά κι έναν καιρό, στα βρώμικα νερά κάποιου μεγάλου λιμανιού, ζούσε ένα κακό σκαρί. Για ταξίδι δεν ήταν. Κακοφτιαγμένο απ’ αρχής. Παρατημένο απ’ αρχής. Περιποίηση τα στραβά σανίδια του δεν ήξεραν τι θα πει. Πλατσούριζε άχαρα στη στενόχωρη θέση του. Δεχόταν τις κουτσουλιές των γλάρων, τις ειρωνείες των περαστικών, τις πετριές των παιδιών, τις φτυσιές των γέρων. Και κάθε λίγο και λιγάκι έλεγε μέσα του: «Δε βαστώ άλλο! Δεν αντέχω άλλο!» 

Όταν τα πρώτα νερά διαπέρασαν τα σάπια ξύλα… δεν ήταν αυτό λόγος απελπισίας. Ποιος άραγε ξέρει μην ήταν λόγος ανακούφισης. Κι όταν έγειρε στο πλάι, στην αρχή λίγο, έπειτα περισσότερο, όλο περισσότερο, έμοιαζε μ’ έναν βαριά άρρωστο που απόκαμε απ’ τον βήχα κι άφησε το κεφάλι του στο μαξιλάρι παραδομένος στον ύπνο, δίχως να τον νοιάξει αν θα είναι ο τελευταίος. 

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ενώ ο ήλιος έβαφε τις κηλίδες πετρελαίου που κάλυπταν την επιφάνεια του νερού, με χρώματα αλλοπρόσαλλων ονείρων, δυο περαστικά γλαρόνια άκουσαν την τελευταία μπουρμπουλήθρα. Αργά, μα και σύντομα, γιατί ήταν ρηχά τα νερά, το κακό σκαρί άγγιξε πάτο. Μόνο το φθαρμένο παλαμάρι που το κράτησε μια ολόκληρη ζωή δεμένο στη στεριά, έμεινε ορατό πάνω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας.

Κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας… ησυχία. Λόγια όχι. Φωνές όχι. Κέρδη όχι. Ζημίες όχι. Ησυχία… Το ναυάγιο επισκέπτονταν μόνο μερικά κοπάδια κεφαλόψαρα, απ’ αυτά που αν οι ψαράδες τα πιάσουν στα δίχτυα τους, τα πετούν ξανά στο νερό, ή ταΐζουν τα θαλασσοπούλια. Σιωπή…

Κύλησαν χρόνια και χρόνια σιωπής. Στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει να μας πει αν στο εσωτερικό του ναυαγίου επικρατούσε η ίδια απόλυτη ησυχία. Για τον πρώτο καιρό μπορούμε να το υποθέσουμε με ασφάλεια. Ένα ναυάγιο. Τι άλλο από ησυχία; Μπορούμε να το υποθέσουμε τουλάχιστον μέχρι την πρώτη επίσημη δήλωση διάψευσης. 

Ένα κεφαλόψαρο, ξεφεύγοντας λίγο απ’ τους συντρόφους του, κολύμπησε περιμετρικά του ναυαγίου. Μια – δυο φορές κόλλησε το αφτί του πάνω στο κουφάρι. «Όχι» είπε στους περίεργους φίλους του, «δεν επικρατούσε ακριβώς αυτό που λέμε σιωπή». «Δηλαδή;» το ρώτησαν. «Κάτι ακουγόταν βαθιά, πολύ βαθιά. Κάτι… Μπορεί να ήταν απλά ο ήχος της σιωπής. Αν έχει η σιωπή ήχο… Αν υπάρχει σιωπηλός ήχος… Αν υπάρχει μουσική στα βάθη ενός ναυαγίου…»

Όλα αυτά συνέβησαν τον καιρό που η όψη του ναυαγίου είχε μεταβληθεί ολοκληρωτικά. Τα στραβά, σάπια ξύλα του, είχαν με τα πολλά χρόνια μετατραπεί σε κομψές, ανθεκτικές, αλύγιστες σπείρες που ενώνονταν μεταξύ τους γερά σαν όλες να ήταν ένα πράγμα, κι αυτό το πράγμα ήταν… ένα κοχύλι. 

Τίποτα εξωτερικό δεν το διαπερνούσε. Τίποτα δεν διατάρασσε την απροσπέλαστη, οστρακόδερμη αταραξία του. Το έξω από αυτό ήταν ένας κόσμος. Το μέσα από αυτό, το μέσα από τις αλύγιστες σπείρες, το δέρμα οστράκου, ήταν ένας άλλος κόσμος. 

Κανένα κεφαλόψαρο δεν κατάφερε να εισδύσει σε τούτο τον κόσμο. Καμιά μαρτυρία δεν υπάρχει. Αν όμως θέλουμε ντε και καλά να ενστερνιστούμε μια εκδοχή του, ας μην καταφύγουμε στην πιο απίθανη που θα γεννήσει η φαντασία μας. Ας σκεφτούμε πως κάθε κοχύλι είναι εξωτερικά σκληρό, πολύ σκληρό, για να μπορεί να είναι εσωτερικά μαλακό, πολύ μαλακό… 

Τα χρόνια περνούσαν. Τις μέρες οι ήλιοι συνέχιζαν να τσουρουφλίζουν τη θάλασσα εκεί που κάποτε τσαλαβουτούσε το κακό σκαρί. Τις νύχτες τα φεγγάρια φώτιζαν το παλαμάρι που ακόμη ήταν δεμένο στον κάβο, αν και -στην άλλη άκρη του- είχε πια λιώσει και η τελευταία ίνα που άλλοτε κρατούσε αιχμάλωτο το κακό σκαρί. Τα αστέρια καθρεφτίζονταν στο νερό σαν τις μεγάλες αλήθειες που κάποτε ρίχνουν έναν διάχυτο φωτισμό στις θολές θάλασσες του λογισμού μας. Και μόνο ένα αστέρι δεν καθρεφτιζόταν, αλλά καθρέφτιζε το φως ενός αστεριού, μέσα από τα ρηχά, βρωμιάρικα νερά ενός λιμανιού. 

Οι αστρονόμοι έκαναν λόγο για ένα νέο αστερισμό, εκεί, πλάι στο άλφα του Κενταύρου. «Το και το» έλεγαν. «Επρόκειτο για καινούργιο σχηματισμό»…