Όλα ήταν άσκοπα. Το λιγότερο άσκοπο ήταν να περπατούσε κανείς στον δρόμο δίχως προορισμό. Κι έτσι πέρασα, κείνο το ηλιόλουστο πρωί, μην ξέροντας πού βρισκόμουν, από το μικρό σου σπίτι με τον μικρό του κήπο και με το άσπρο ποδήλατο ακουμπισμένο στον τοίχο. Σε είδα να ποτίζεις τα λουλούδια σου με ένα διάφανο ποτιστήρι. Φορούσες μακρύ, άσπρο φόρεμα. «Μου δανείζεις το ποδήλατό σου;» σε ρώτησα. Άφησες το ποτιστήρι κάτω. Κοίταξες τον άγνωστο άνδρα στα μάτια μισοκλείνοντας τα βλέφαρα. «Δεν το δανείζω ποτέ», είπες. «Αλλά ευχαρίστως θα το μοιραζόμουν μαζί σου για μια μακρινή βόλτα σε δρόμους που δεν έχω περπατήσει ποτέ».
Ήσουν αδύνατη σαν φυλλαράκι. Κι εγώ δεν πήγαινα πολύ πίσω. Θα βολευόμασταν στο άσπρο ποδήλατο. Έπιασες το τιμόνι και το έβγαλες στον δρόμο. Κάναμε τις πρώτες ορθοπεταλιές για να ισορροπήσουμε. Δεν σε ρώτησα ποτέ γιατί φεύγοντας άφησες την πόρτα του σπιτιού σου ορθάνοιχτη.
Σύντομα χαθήκαμε στην ερημιά της πόλης. Καμιά φορά, για να διασκεδάσουμε, αναποδογυρίζαμε τους φυσικούς νόμους. Για παράδειγμα, καθόσουν σ’ ένα παγκάκι παριστάνοντας τον πυρήνα ενός ατόμου κι εγώ έκανα κύκλους με το ποδήλατο γύρω σου, παριστάνοντας το ηλεκτρόνιο. Κι έπειτα καθόμουν εγώ στο παγκάκι κι εσύ ποδηλατούσες γύρω μου, κι έτσι ο πυρήνας έκανε βόλτες γύρω από το ηλεκτρόνιο.
Ή, άλλοτε, ξεχνούσαμε τα ονόματά μας, καταργώντας, με την εξυπνάδα αυτή, τη βία του κόσμου. Στεκόμασταν σε μια πλατεία και λέγαμε στους περαστικούς: «Κυρίες, κύριοι και μικρά παιδιά, κοιτάξτε μας. Είμαστε άνθρωποι χωρίς όνομα». Μας παρατηρούσαν με έκφραση μέτριας απορίας και μερικοί πετούσαν χάλκινα κέρματα στα πόδια μας.
Κι ούτε θυμόμασταν κανένα άλλο όνομα.
(Πρώτη δημοσίευση: fractalart, 8/4/25)