Από το παράθυρο της σχολής έβλεπα κάθε μέρα, πέρα, στην άκρη του λιμανιού, την ακίνητη, στρουμπουλή, σταχτιά πάπια. Η τόση ηρεμία της ήταν αξιοθαύμαστη. Αλλά και εκνευριστική όταν τη συνέκρινα με τη δική μου αγχώδη, αδιάκοπη κίνηση στην καρέκλα μου επειδή ήμουν αδιάβαστος. Κι όταν εμφανίστηκε ο γέρος σκύλος της αυλής, γαβγίζοντας απειλητικά, μαστιγώνοντας με την ουρά του το πάτωμα και χύνοντας τα σάλια του στα θρανία, με την ανάσα του να μυρίζει σαπισμένο χώμα, δεν άντεξα άλλο.
Έτρεξα μακριά του, βγήκα στον δρόμο κι αμέσως πήρα τη μεγάλη απόφαση: Θα πήγαινα να συναντήσω την υπέροχα ατάραχη πάπια μου. Κι αυτή η απόφαση έμελλε να αποτελέσει την αιτία της μεγαλύτερης απογοήτευσης στη ζωή μου. Γιατί, όταν πλησίασα σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων, διαπίστωσα πως η στρουμπουλή πάπια ήταν μια δέστρα για να δένουν τα ψαροκάικα. Αμέσως άλλαξα κατεύθυνση φοβισμένος. Σκέφτηκα πως, αν εγώ πέρασα την δέστρα για πάπια, τότε οι ψαράδες ίσως περνούσαν εμένα για δέστρα, δένοντας τα σχοινιά τους στον λαιμό μου, κι αυτό μου φαινόταν –και από κάθε άποψη ήταν– ανυπόφορο.
Μετά από ώρες πεζοπορίας κατάλαβα ότι έκανα κύκλους έξω από το σπίτι της Γκαμπριέλας, της καλής μου πόρνης. «Έι!» μου φώναξε. «Η Γκαμπριέλα σχόλασε. Ανέβα!» Άρχισε να μου λέει το αγαπημένο της αστείο πως απαιτούσε να της είμαι πιστός, κι ένιωσα, για πρώτη φορά, ότι, όσο κι αν γελούσε, ίσως δεν αστειευόταν. Θέλησα να σβήσω την εντύπωση με το αστείο που συνήθιζα να της λέω εγώ: «Έχεις αλλάξει τόσα ψεύτικα προφίλ που όποιο γυναικείο όνομα και να φωνάξουν στον δρόμο γυρίζεις. Δεν είσαι μία. Είσαι πολλές. Σε ποιαν απ’ όλες θέλεις να είμαι πιστός;» Με κοίταξε σιωπηλή με το βαθύ, διαπεραστικό της βλέμμα.
Ύστερα από λίγο ξαπλώσαμε και γρήγορα μας πήρε ο ύπνος, αφού ποτέ δεν έκανε έρωτα μετά το σχόλασμα. Σίγουρα θα κοιμόμασταν μέχρι το πρωί, αν δεν μας ξυπνούσε ο ήχος ψιλής βροχής και δε νοιώθαμε τις στάλες της, όλο και πυκνότερες, να λούζουν τα κορμιά μας πάνω στο κρεβάτι.
Έτσι που όλα στη ζωή είχαν αναποδογυρίσει, δε μας φάνηκε παράξενο που έβρεχε μέσα στο σπίτι, ενώ έξω είχε ξαστεριά. Σηκωθήκαμε και βγήκαμε στο μπαλκόνι. Ένας ηλικιωμένος κύριος στεκόταν αναποφάσιστος στην είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας. Ανταλλάξαμε βλέμματα. Τότε άνοιξε την ομπρέλα του, μπήκε στο βροχερό εσωτερικό του κτιρίου και σε λίγο εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του. Ήταν ανέκφραστος. Έβγαλε από την τσάντα του ένα παμπάλαιο, βραχνιασμένο κασετοφωνάκι. Ακούσαμε να απλώνεται στην ερημιά της πόλης μια σχεδόν σκανδαλιάρικη, νεανική συμφωνία του Μότσαρτ. Μας κοίταξε σα να έλεγε: «Μπορεί να μη σας γεμίζει το μάτι, αλλά είναι μια πράξη επαναστατική».
Ενώσαμε διστακτικά τα χέρια μας, κάνοντας κι εμείς τη μικρή μας επανάσταση. «Είναι η Γκαμπριέλα σου αν δεν την ξέρεις», είπε λίγο στενοχωρημένη. «Σου είμαι πιστός», της ψιθύρισα σφίγγοντας τα λεπτά δαχτυλάκια της. «Μόνο που κουράστηκα, Γκαμπριελίτσα μου. Με κούρασαν τα πάντα». «Α, ναι, και η Γκαμπριέλα σου κουράστηκε», είπε. Και φύσηξε την τούφα από το μέτωπό της, όπως το συνήθιζε.
(Πρώτη δημοσίευση: fractalart, 15/7/25)